PRESENTATION OF LITERARY / SCIENTIFIC BOOKS


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ

Παρουσίαση του βιβλίου του


Χρήστου Παπακώστα, Σαχά ισί βαρό νι νάι. Ρόμικες παραδόσεις και χορευτικές ταυτότητες στη Μακεδονία, Πεδίο, Αθήνα 2013.

Η ιστορία μας, εννοώ η απαρχή του μύθου, εκκινεί, όπως περιγράφεται στην Εισαγωγή του βιβλίου του συναδέλφου Χρήστου Παπακώστα, Σαχά ισί βαρό νι νάι. Ρόμικες παραδόσεις και χορευτικές ταυτότητες στη Μακεδονία, Πεδίο, Αθήνα 2013, τον Σεπτέμβριο του 1995, όταν ο συγγραφέας, προσλαμβάνεται στο Λύκειο Ελληνίδων Δράμας ως διδάσκαλος χορού. Στο πλαίσιο αυτό αναλαμβάνει να καταγράψει τους τοπικούς χορούς κοινοτήτων του νομού Σερρών (βλ. σ. 69-70). Όμως αυτή η συνάντηση επρόκειτο να περιπλέξει τα πράγματα αναδεικνύοντας ευθύς εξαρχής μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα με βαθιές πολιτικές απηχήσεις που περιχαρακώνουν τους εσωτερικούς νόμους της πολιτισμικής γραμματικής ενός τόπου  και τον καθιστούν ανοιχτό σε περισσότερες από μια πραγματικότητες (βλ. σ. 74-75). Στο τέλος της συνάντησης ο συγγραφέας αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ιδιάζουσα πυκνότητα των μουσικών και χορευτικών πρακτικών των Ρομά (εννοούνται οι μόνιμα εγκατεστημένοι Γύφτοι προς αντιδιαστολή προς τους Τσιγγάνους) της Ηράκλειας, αλλά και τον πλούτο και την αξία των παραδόσεων αυτών δίπλα στην ιστορία των συμβάντων και των ανθρώπων. Ωστόσο, γνωρίζω τη μουσική και το χορό σημαίνει άραγε ότι ζυγώνω πολύ κοντά στη γνώση του τόπου; Ο Χ. Παπακώστας άρχισε διαισθητικά να αντιλαμβάνεται πως ο σκοπός δεν ήταν να απομονώσει τη μουσική και το χορό των Γύφτων της Ηράκλειας και να τα αντιμετωπίσει σαν μια αυτόνομη οργάνωση, αλλά να αποκαταστήσει το οντολογικό πέρασμα που συνδέει τις πρακτικές αυτές με τη σκέψη και τη ζωή των ανθρώπων, όπως ξεκάθαρα το θέτει ο ίδιος (βλ. σ. 77).

Αλλά ας αφήσουμε για λίγο τον πίνακα των πρακτικών και ας επιστρέψουμε στον τόπο της Ηράκλειας, (με τον οποίο καταπιάνεται στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας μας) που συγκροτεί αφ’ εαυτού έναν σταθερό πίνακα ταυτοτήτων και διαφορών, οι οποίες πλάθουν τελικά το πιστό πορτρέτο της. Γράφει ο συγγραφέας για την Ηράκλεια: (βλ. σ. 79-80). Ως προς τον καταγωγικό μύθο της ίδρυσής της, όπου κυρίαρχη θέση στην ντόπια ιστοριογραφία έχουν ασφαλώς οι παραδόσεις μιας εθνικά αποκαθαρμένης από τους εξωγενείς φυλετικούς και εθνοτικούς προσδιορισμούς καταβολής, ο Χ. Παπακώστας αναγνωρίζει τις ποικίλες αναγκαιότητες να γεννηθεί μια συμβολική λογική φαντασιακών ταυτοτήτων, αλλά και τις παραδοξότητες να επικαλυφθεί η ετερότητα ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού ενός τόπου και έτσι ο συγγραφέας μας αποκαθιστά την πυκνή και στερεή ιστορική πραγματικότητα: (βλ. σ. 94-97). Σημείο ορόσημο για την ιστορία του τόπου είναι τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα η κατάληψη της Ηράκλειας/Τζουμαγιάς στις 18 Αυγούστου 1916 από τα Βουλγαρικά στρατεύματα: (βλ. σ. 100-101, 105-106).

Στο δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο παρακολουθούμε τη σταδιακή ανοικοδόμηση της Τζουμαγιάς μετά το 1930 και την ανασυγκρότηση του ρόμικου μαχαλά με τον σαφή διαχωρισμό των εθνοτικών ομάδων σε συνοικίες, όπου τον έλεγχο της αγοράς έχουν οι Βλάχοι και οι ελληνόφωνοι. Η Ηράκλεια και ο υπο-χώρος της Τζουμαγιάς ανασυγκροτούνται σαν μια σκηνή όπου εισάγονται και πάλι οι ιστορικές ενδεχομενικότητες των ταυτοτήτων και των διακρίσεων που τώρα όμως, ιδιαίτερα από το 1950, οι Ρομά αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ιθαγένεια. Τι ουσιαστικό όμως παίζεται σε αυτή την καθημερινή ιστορικότητα των Ρομά με τις κοινωνικοοικονομικές της συνεπαγωγές, ενός τόπου όπου παράγεται μια εθνολογική και ιστορική μελέτη πλούσια προς ανάγνωση και αξιοποίηση για τον Χ. Παπακώστα ; (βλ. σ. 130-131). Μια σημαντική αναδιάταξη του χώρου της Τζουμαγιάς λαμβάνει χώρα στη δεκαετία του 1970: (βλ. σ. 142-143). Επιπρόσθετα, η ιστορία προσφέρει χώρο και για νέες οργανώσεις ανοίγοντας το δρόμο διαδοχικών ταυτοτήτων και διαφορών. Οι αφίξεις των Τσιγγάνων αλλάζουν τα δεδομένα και είναι αυτοί πλέον που διασπούν τις οργανωσιακές και κανονιστικές αρχές του χώρου της Τζουμαγιάς: (βλ. σ. 144-145, 147-148). Τα νέα δεδομένα διαφοροποιούν τα παγιωμένα συστήματα διάκρισης: (βλ. σ. 150-151). Από το πλούσιο αυτό ιστοριογραφικό υλικό οι Ρομά εμφανίζονται ως οι κατ’ εξοχήν εκφραστές της μουσικής και χορευτικής παράδοσης της Ηράκλειας.

Στα κεφάλαια τέταρτο-πέμπτο και έκτο-έβδομο, όπου ο συγγραφέας μας διαπραγματεύεται αντίστοιχα τα ερμηνευτικά δίπολα Ρομά και μουσική – Ρομά και χορός, τα πολιτισμικά δεδομένα ως σκόρπια τεκμήρια ενός μηχανισμού συνδυάζονται και συγκεκριμενοποιούνται αποκαθιστώντας όλο το βάθος του κοινωνικού σώματος των Ρομά της Ηράκλειας. Η μουσική ως επάγγελμα αποτελεί σημαίνον στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας των Ρομά, αλλά όπως ο Χ. Παπακώστας αναφέρει, και πολιτισμικής ανωτερότητας (βλ. σ. 163). Αλλά ο μουσικός χώρος των Ρομά δεν χαράζει μόνο γραμμικές σειρές και ακολουθίες, είναι καμωμένος από ετερογενείς σχέσεις ανάμεσα σε ετερόκλητα στοιχεία. Προσαρμόζονται με μεγάλη άνεση στα γούστα των πελατών τους: (βλ. σ. 170-171, 177). Οι μουσικές πρακτικές διέπονται πλέον από την οικονομία διαφορετικών τόπων και απαιτήσεων. Ο Ρομά ιδιότοπος έχει έναν αντανακλαστικό αυτοματισμό και μια εξαιρετική προσαρμοστικότητα στις αφομοιώσεις εξωγενών πολιτισμικών πρακτικών. (βλ. σ. 181, 183, 190-191, 195-196).

Δίπλα στη μελέτη της μουσικής των Ρομά ο Χ. Παπακώστας μελετά τη σχέση τους με το χορό που συντελείται εντός του μαχαλά και δεν σχετίζεται με οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα, ένα δεύτερο εθνολογικό δεδομένο για να αποκαταστήσει την εικόνα μιας κοινωνιολογικής συνοχής. Με το χορό ο Ρομά εντός του μαχαλά έχει πλέον όλα τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το έθος του: συνοχή, σταθερότητα και εδαφικότητα: (βλ. σ. 216). Το χορευτικό έθος καθίσταται ταυτόχρονα ένας δογματικός τόπος, δηλαδή μια πραγματικότητα που αποκτά στοιχεία μια ολοποιητικής διάκρισης και προσφέρει στους Ρομάς μια δυνατότητα διαφοράς: (βλ. σ. 217, 224-225). Κεντρικό ρόλο και βαρύνουσα σημασία κατέχει στους Ρομά ο χορός εντός της γαμήλιας τελετουργίας, καθώς, όπως τονίζει ο συγγραφέας συμβάλλει στην αναπαραγωγή της εντοπιότητας (βλ. σ. 238), αλλά και της πολιτισμικής υπεροχής: (βλ. σ. 240).

Στο όγδοο κεφάλαιο ο Παπακώστας επεξεργάζεται τη χορευτική εμπειρία των Ρομά στο μαχαλά, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν άφθονο πολλαπλασιασμό και από ελαστικότητα των χορευτικών μορφών. Και μόνο τα ονόματα αυτών των χορευτικών μορφών (τουρκικά, βουλγαρικά και ελληνικά (βλ. σ. 266) αρκούν να καταδείξουν τον θεμελιώδη τρόπο ύπαρξης ενός πολυπολιτισμικού ανθρώπου στον κόσμο, μια πανοπτική χωρική οργάνωση, τις πολιτιστικές χρήσεις του τόπου στη διαχρονία, τις διαδοχικές συναντήσεις και τις ευκαιρίες που αλλοιώνουν, εμπλουτίζουν ή και μετατρέπουν τον ιδιότοπο του άλλου, μιας ιστορίας που μοιάζει με έναν γυρολόγο που, όπως σημειώνει ο Michel De Certeau (Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν, μτφρ. Κ. Καψαμπέλη, Σμίλη, Αθήνα 2010): «έχει στην πραμάτεια του όλα όσα αιφνιδιάζουν, διαπερνούν ή σαγηνεύουν τις διαδρομές του» (σ. 260).

Πράγματι, το πλούσιο θεωρητικό πλαίσιο που απέκτησε ο Χ. Παπακώστας στη διάρκεια εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής τού έδωσε την επιστημονική δυνατότητα μελέτης των εν λόγω πρακτικών των Ρομά (μουσική και χορός) σε έναν επιμελώς οριοθετημένο τόπο, επιτυγχάνοντας πράγματι την αντιστροφή ενός υποτιμημένου κόσμου σε φωτεινή γραφή. Στο τελευταίο ένατο κεφάλαιο ανοίγει το ζήτημα της αναβίωσης των λαϊκών πρακτικών στη βιομηχανική, επιστημονική και έντονα πλέον τεχνολογική νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα, όπου ο συγγραφέας μας προβληματίζεται για τα δρομολόγια που μπορεί να λάβει ο μετασχηματισμός του αντικειμένου της μελέτης του. Τι θα συμβεί όταν τα τελεστικά πρότυπα της λαϊκής κουλτούρας μεταβούν από το παρελθόν και την ύπαιθρο στο περιβάλλον μιας κανονικοποιημένης νεωτερικότητας, ως οι θεσμικές αρχές μιας εθνολογικής ή φολκλορικής αναπαραγωγής και εκτός του βιόκοσμου που τα παρήγαγε και τα συντήρησε, καθιστώντας τα πλέον από οργανικά πράγματα ενός βιόκοσμου σε υλικά αντικείμενα προς έκθεση, σαν στολίδια στις παρυφές ενός αδρανούς συστήματος, αποκομμένα πλέον στο νέο περιβάλλον κανονικοποιημένων σχολών ή Λυκείων, κομμένα σε κομμάτια προκειμένου να εκτεθούν, αποκομμένα από τα ενωτικά τελετουργικά της λαϊκής επικοινωνίας; Μπορούν από αυτά τα παραδοσιακά αντικείμενα που σημαίνουν μια τέχνη και εκδοχές αλληλεγγύης στη ζωή και στο θάνατο να κατασκευαστούν πλέον νέοι βιόκοσμοι;

Στον νέο καταναλωτικό χώρο που ομογενοποιείται και επεκτείνεται οι πρακτικές των παραδοσιακών κοινοτήτων αρχίζουν να περιπλανώνται από σύλλογο σε σύλλογο και από ομάδα σε ομάδα. Το νέο σύστημα κυκλοφορίας είναι τόσο αχανές που οι παραδοσιακές πρακτικές αδυνατούν να καθηλωθούν σε έναν τόπο, όντας έτσι καταδικασμένες σε έναν πλάνητα βίο όπως των ίδιων των δημιουργών τους. Ο Χ. Παπακώστας προβληματίζεται αν μέσα σε αυτό το πλήθος των μεγαλουπόλεων μπορούν να εξασφαλιστούν οι τυπικές συνέχειες και η σταθερή παρουσία, έστω και μιας εξόριστης, μνήμης. Στην πραγματικότητα, οι μεγαλουπόλεις και η μετανεωτερικότητα ορίζουν μια τομή στην ιστορική συνείδηση των τόπων, αλλά και στις θεμελιώδεις αρθρώσεις μιας λογικής που οριοθετούσε παραδοσιακά το ίδιο και το άλλο. Ό,τι συνιστούσε τη γενεσιουργό δύναμη της ιστορίας μετασχηματίζεται πλέον σε μια τακτική αναπαραγωγών. Στα συμπεράσματα, τέλος, που ακολουθούνται από βιβλιογραφία, ευρετήριο ονομάτων και όρων με ένα παράρτημα όπου παρατίθενται σημειογραφίες της κίνησης, μουσικολογική ανάλυση και ρυθμική ανάλυση χορών, ο συγγραφέας μας ανοίγει το ζήτημα της ανάγκης να προσανατολιστεί η έρευνα προς την αναζήτηση νέων θεωρητικών εργαλείων για την  ερμηνεία γενικότερα των χορευτικών φαινομένων. Μάλλον εδώ υπονοείται ότι ένας νέος ερευνητικός σπόρος ψάχνει έδαφος να καρποφορήσει.






ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ

Δραματοποιημένη παρουσίαση του βιβλίου του
Χρήστου Μεράντζα,
 O αντεστραμμένος Διόνυσος. Σχεδίασμα μιας σωματοθεωρίας αλγαισθητικού αυτοκαταναγκασμού, Σμίλη, Αθήνα 2011.

Προλόγισε η διευθύντρια του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών,
κα Μαρία Στρατσάνη

Για το βιβλίο μίλησαν ο κ. Κώστας Σουέρεφ, Προϊστάμενος της ΙΒ΄ Ε.Π.Κ.Α.
και ο συγγραφέας
Αφήγηση: Φραντζέσκα Ιωαννίδη, ηθοποιός
Μουσική επένδυση: Δημήτρης Καραγιώργος, μουσικοσυνθέτης
Προβολή διαφανειών: Οδυσσέας Τσιντσιράκος, μεταπτυχιακός φοιτητής

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012, 8:00 μ.μ.
Πολιτιστικός Πολυχώρος "Παλαιά Σφαγεία"


©Τα πνευματικά δικαιώματα του ήχου ανήκουν αποκλειστικά στον κ. Δημήτρη Καραγιώργο.
Το κείμενο του κ. Κώστα Σουέρεφ με τον τίτλο Τα απωθημένα επιστρέφουν στην ιστορία δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό Πόρφυρας 144 (2012), 247-249.















ΑΠΟ ΤΟ ΙΜΑΡΕΤ ΣΤΟ ΡΟΛΟΙ
Ή ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΑΠΑΜΒΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΘΥΜΙΚΟΥ
[Από την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Καλπούζου Ιμαρέτ, την Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010 στο Φετιχέ Τζαμί, στο Ιτς Καλέ του κάστρου Ιωαννίνων]

Δεν θα υπήρχε πιο κατάλληλος χώρος από το Φετιχέ Τζαμί για τη σημερινή παρουσίαση του ιστορικού μυθιστορήματος Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού του Ηπειρώτη συγγραφέα Γιάννη Καλπούζου, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2008 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και χάρισε στο συγγραφέα του το 2009 το βραβείο αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Φιλοξενούμαστε σήμερα στην εσωτερική ακρόπολη του Κάστρου των Ιωαννίνων, μέσα σε ένα κτίσμα ανακαινισμένο, πιθανόν την περίοδο του Αλή Πασά (τέλη 18ου-αρχές 19ου αι.). Ήδη ο διάκοσμος του μιχράμπ με τις ροκοκό συνθέσεις του, ως προεισαγωγικό στοιχείο της σημερινής παρουσίασης, συνιστά ένα ουσιαστικό τεκμήριο, από την πλευρά της τέχνης, μιας μακράς διαδικασίας εκσυγχρονισμού και ενός πολιτιστικού και εμπορικού ανοίγματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την Ευρώπη. Πώς επιτεύχθηκε αυτή η διαδικασία;
Για να προλειάνουμε την εικόνα των επαφών της αυτοκρατορίας, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Γιρμισεκίζ Τσελεμπί Εφέντι, που επισκέφθηκε τη Γαλλία το 1721-1722 ως ειδικός απεσταλμένος του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, έφερε πίσω στην οθωμανική πρωτεύουσα εγχειρίδια αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής. Οι εντυπώσεις του και οι εμπειρίες του στο Παρίσι χρησιμοποιήθηκαν συχνά από τους ιστορικούς ως τεκμήριο που μαρτυρεί το άνοιγμα της αυτοκρατορίας στον γαλλικό πολιτισμό. Η ενθουσιώδης αποδοχή γαλλικών πολιτιστικών στοιχείων από την αυτοκρατορία, η οποία εντάθηκε στο β΄ μισό του 18ου αιώνα, ήλθε ως άμεση συνέπεια των διπλωματικών επαφών της Υψηλής Πύλης με τη Γαλλία, κυρίως εξαιτίας της μεσολάβησης του Γάλλου πρέσβη μαρκησίου de Villeneuve, που έπεισε τους Οθωμανούς να υπογράψουν το 1739 τη συνθήκη ειρήνης του Βελιγραδίου. Επίσης, κατά την επιστροφή, το 1732, του Σαΐτ Μεχμέτ Εφέντι, γιου του Γιρμισεκίζ Τσελεμπί Εφέντι, μεταφέρθηκαν από το Παρίσι στην οθωμανική πρωτεύουσα δύο πλοία με αντικείμενα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλά έπιπλα και αργυρά σκεύη. Από το β΄ μισό του 18ου αιώνα εισάγονταν μαζικά στην Κωνσταντινούπολη ευρωπαϊκά αντικείμενα, αλλά και βιβλία με διακοσμητικά σχέδια που προήγαγαν τη διάδοση των ευρωπαϊκών τεχνοτροπικών τάσεων. Οι Οθωμανοί καλωσόρισαν τον άνθινο κόσμο της ροκοκό τεχνοτροπίας, καθώς η τελευταία παρουσίαζε στενή συνάφεια με τις αισθητικές τους προτιμήσεις. Παράλληλα, κατά την ίδια περίοδο, η πολιτιστική ζωή στην Κωνσταντινούπολη σημαδεύτηκε από την ευρεία χρήση ροκοκό θεμάτων στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Οι δημόσιες κρήνες που κατασκευάστηκαν τον 18ο αιώνα φαίνεται πως υπήρξαν οι πρωιμότερες αρχιτεκτονικές κατασκευές όπου υιοθετήθηκε η ροκοκό τεχνοτροπία. Η τελευταία διαδόθηκε ταχύτατα, στη συνέχεια, στην εντοίχια ζωγραφική τζαμιών (όπως στην περίπτωσή μας), ανακτόρων και οικιών, όπως και στην αργυροχοϊκή τέχνη. Αργότερα, κατά τον 19ο αιώνα, το ενδιαφέρον των σουλτάνων για την ευρωπαϊκή αισθητική και η επιθυμία τους για ευρωπαϊκά προϊόντα συνδέονται με την επίσκεψη του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ στο Παρίσι το 1867, ως επίσημου προσκεκλημένου του Ναπολέοντα Γ΄, στη βιομηχανική έκθεση που έλαβε χώρα στα Ηλύσια Πεδία. Το μοναδικό αυτό γεγονός αντιπροσωπεύει την πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας που ένας σουλτάνος επισκέπτεται μια μη ισλαμική χώρα.
Μ’ αυτές τις προεισαγωγικές σκέψεις μιας άνθινης και περιορισμένης χωρικά κατά τα άλλα σύνθεσης, έτσι για να φτιάξω ηθελημένα μια αειθαλή ατμόσφαιρα σε ένα φθινοπωρινό τοπίο, θα στρέψω το βλέμμα μου στο κατ’εξοχήν αντικείμενο της μεσημβρινής μας πραγμάτευσης.
Τριάντα κεφάλαια, πλαισιωμένα από άλλα δύο εν είδει προλεγόμενων και επιλεγόμενων του αφηγητή, συνοδευόμενα από ένα γλωσσάρι με τη μετάφραση των οθωμανικών λέξεων, αλλά και με έναν πολύτιμο και ιστορικά τεκμηριωμένο χάρτη της Άρτας, ο οποίος καλύπτει χρονικά την περίοδο 1854-1882, που προηγείται της αφήγησης, συνθέτουν το σωματότυπο του μυθιστορήματος. Το τελευταίο αφηγείται πράγματι τη ζωή μιας πόλης για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα μέσα από τις ζωές δύο αγοριών, του χριστιανού Λιόντου και του Οσμανλή Νετζίπ, που διαπλέκονται, όπως άλλωστε και τα κεφάλαια, συνθέτοντας ένα διακοσμητικό αραβούργημα. Άξονας αυτής της κινηματογραφικής διαπλεκτικότητας της ζωής μιας πόλης, όπου αναγκάζονται να συνυπάρξουν χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι στο β΄ μισό του 19ου αι., όπως το ομολογεί και ο τίτλος του βιβλίου, είναι το Τζαμί του Φαΐκ Πασά ή Ιμαρέτ, χτισμένο λίγο μετά το 1449 (έτος που σηματοδοτεί την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς), τζαμί το οποίο βρίσκεται στο Μαράτι, απέναντι από την πόλη της Άρτας. Όμως η λέξη Ιμαρέτ δεν χρησιμοποιείται εδώ αποκλειστικά για να δηλώσει ένα αστικό συγκρότημα, όπως άλλωστε το μαρτυρεί και η αραβική λέξη imara, από την οποία ο όρος προέρχεται, που σημαίνει κατασκευή,  αποτελούμενο κατά βάση από ένα τζαμί, μια αγορά και από αγαθοεργά καταστήματα. Το Ιμαρέτ, εμπεριέχοντας στον πυρήνα του τις λέξεις amr (ζωή) και istimar (ανάπτυξη μιας περιοχής), καθίσταται συνώνυμο με την άνθηση και την εξέλιξη ενός ολόκληρου πολιτισμού, αποτελώντας την καρδιά ενός πυκνού πολεοδομικού ιστού, όπως συνέβαινε στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους με τις βασιλικές, γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται ένα ολόκληρο σύμπλεγμα οικοδομημάτων: αγορά, ιερατικές σχολές, χάνια, νοσοκομεία, δίκτυα δρόμων, υδραγωγεία, γέφυρες, κ.ο.κ. Το Ιμαρέτ συνέχει λοιπόν στην πραγματικότητα μια περιοχή ως ο απόλυτος κύριός της, αντιπαραβαλλόμενο σε επίπεδο σωματικότητας με τη λειτουργία της καρδιάς στο ανθρώπινο σώμα.
Δεν προτίθεμαι εδώ σε καμιά περίπτωση να αποκαλύψω τίποτα αναφορικά με την πλοκή του έργου, αλλά με αφορμή το ίδιο το κείμενο, κάποια αποσπάσματα του οποίου δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να μην διαβάσω, να διαγράψω το κλίμα μιας εποχής, μόλις χθεσινής για όλους εμάς, που συνιστά ενσάρκωση της μεγάλης απόστασης, έστω και στην ίδια πόλη, των μορφών της ζωής ή του βιωτικού χώρου εντός του οποίου αυτές εγκαταβιώνουν, καθώς και της πολιτισμικής, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, αποξένωσης που γεννιέται εκεί.
Δύο τοπικής κλίμακας γεγονότα που αφορούν, το πρώτο, στην
αποτυχία των επαναστατικών κινημάτων στην Ήπειρο, συνέπεια της αναποφασιστικότητας της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή η επανάσταση του 1854 στην Ήπειρο και η αποκήρυξή της από τις Μεγάλες Δυνάμεις Αγγλία και Γαλλία, συμπαραστεκόμενες στην Πύλη, αλλά και ο άδοξος τερματισμός της με τη μάχη της 13ης Απριλίου στο Πέτα, και τις μάχες στην Πλάκα, το Κλειδί και τη Σκουληκαριά, και το δεύτερο, στα τεκταινόμενα που ακολούθησαν την  υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινουπόλεως (19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878) όπου και συγκροτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου στο χωριό Μπότση του Ραδοβιζίου Προσωρινή Διοίκηση που απαιτούσε την ένωση της Ηπείρου με την Ελλάδα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη μέσω Πρεβέζης να πνίξουν το κίνημα στο αίμα, και ένα ευρωπαϊκής κλίμακας γεγονός, αυτό του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), που τροποποιούσε τους όρους της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, όπου στις 23 Ιουνίου/5 Ιουλίου αποφασίστηκε η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θεσσαλία κατά μήκος του Πηνειού και στην Ήπειρο κατά μήκος του Καλαμά, και τα ενδιάμεσα γεγονότα [απευθείας συνομιλίες Ελλήνων και Τούρκων στην Πρέβεζα (25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1879), διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης τον Μάρτιο του 1881 που κατέληξαν στη συμφωνία της 12ης/24ης Μαΐου 1881] και την τελική υπογραφή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης της 20ης Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881 στην Κωνσταντινούπολη, όπου παραχωρείται στην Ελλάδα η Θεσσαλία πλην της Ελασσόνας και μικρό τμήμα της Ηπείρου (επαρχία Άρτας), οριοθετούν, με αφετηριακό σημείο την πόλη της Άρτας και τη ζωή των κατοίκων της, το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαπλέκονται και εξελίσσονται οι ζωές των πρωταγωνιστών, δευταραγωγιστών, κ.ο.κ. του ιστορικού μας μυθιστορήματος.
Τα τρία προαναφερθέντα γεγονότα, τα δύο τοπικής κλίμακας και το τρίτο ευρωπαϊκής, συναρθρώνονται ως μηχανισμοί αλλαγών και μετασχηματισμών πάνω στη γεγονικότητα που περιγράφει τη βαθμιαία παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία αποτελεί και το κύριο χαρακτηριστικό της Βαλκανικής χερσονήσου από το θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς το 1566 ως και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (11 Νοεμβρίου 1918).
Συστατικά στοιχεία αυτής της βαθμιαίας παρακμής και αποσύνθεσης της αυτοκρατορίας αποτελούν η σταδιακή μείωση της γεωγραφικής της έκτασης, οι άθλιοι όροι διαβίωσης των υποταγμένων πληθυσμών, ένα γενικότερο κλίμα ανασφάλειας που δημιουργούν η ληστεία και η πειρατεία, οι διοικητικές αυθαιρεσίες και οι τοπικές επαναστάσεις, η καθήλωση της οικονομίας στη γεωργική βάση, η πλήρης απουσία αξιόπιστων συγκοινωνιακών δικτύων, η παραδοσιακή τεχνολογία, η συντεχνιακή οργάνωση της παραγωγής, το εξοντωτικό σύστημα κατανομής και είσπραξης φόρων, η οικονομική υπεροχή με τις βιομηχανικές της επιταχύνσεις της Δυτικής Ευρώπης.
Εντός των ορίων αυτής της συρρικνωμένης αυτοκρατορίας ο υπόδουλος ελληνισμός κατείχε πράγματι, με τις συνέχειες και τις ασυνέχειές της, μια πλουσιότατη πνευματική κληρονομιά και παράδοση με μεγάλο αριθμό μορφωμένων που ταξίδευαν και εμπορεύονταν, κρατώντας έτσι (ο ελληνισμός) το εσωτερικό εμπόριο της Βαλκανικής, αλλά και ανοιχτούς τους διαύλους των υπόδουλων με τα επίσημα κέντρα της εξουσίας σε Ευρώπη και οθωμανική αυτοκρατορία. Η ορθόδοξη εξουσία από τη μεριά της, όχι μόνο με την εκκλησιαστική της δικαιοδοσία, αλλά κάνοντας χρήση των οικονομικών δυνατοτήτων της και των πολιτικών της επιρροών, ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι στο Βυζάντιο, ανέλαβε να διασώσει την εθνική και θρησκευτική συνείδηση του ελληνισμού.
Στην πραγματικότητα, η οθωμανική κατάκτηση και ο οθωμανικός πολιτισμός στην Ήπειρο δεν επέφεραν σημαντικές αλλαγές, σε μια περιοχή όπου και επιβίωνε για αιώνες ένας πανάρχαιος γεωργικός πολιτισμός, ο οποίος άλλωστε υπήρξε και δεσμευτικός της ιστορικής της συνέχειας, παρά τις πολιτισμικές αλλαγές του περιεχομένου, αλλά και τις αναπόφευκτες αλληλεπιδράσεις που επισυνέβησαν.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται οι πολιτισμοί των τριών κοινοτήτων (ελλήνων, μουσουλμάνων και εβραίων) που καλούνται να συμβιώσουν στο αστικό κέντρο της Άρτας, πόλη που, όπως συνέβη και με τα γειτονικά Γιάννενα, υποτάχθηκε στο νέο καθεστώς χωρίς αντίσταση, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ειδικών προνομίων. Ειδικότερα, ο αναγνώστης εμβαθύνει μέσα από το πλέγμα των προσωπικών σχέσεων και εξαρτήσεων των δραστών του βιβλίου στις αντιλήψεις τους απέναντι στη ζωή ως προς το χρόνο, το χώρο, την εργασία και την ανάπαυση, τον τρόπο οργάνωσης της βιοτής και της σχέσης της με το περιβάλλον (κατοικία, ένδυση, διατροφή), τα συστήματα αξιών και συμπεριφορών (θρησκευτική πίστη και ευσέβεια, ανδρεία, τιμή, κοινοτική αλληλεγγύη, σεβασμός της σοφίας των γεροντότερων, έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις και ακραίες θυμικές αποφορτίσεις). Σε κάθε, ωστόσο, περίπτωση οι πληθυσμοί των κοινοτήτων είναι στενά συνδεδεμένοι με τη γη, σε οικονομικό, θρησκευτικό και ψυχολογικό επίπεδο. Οι βασικές εστίες για το άτομο παραμένουν σταθερά η οικογένεια, σε ένα περίκλειστο εσωτερικό περιβάλλον και η εκκλησία/τζαμί/συναγωγή σε ένα εξωτερικό. Οι δύο αυτές σταθερές, καθοριστικά περιοριστικές και αμετακίνητες, διαχωρίζουν και κατοχυρώνουν τις διαφορετικότητες των πολιτισμών και αποτελούν τα βασικά οργανωτικά στοιχεία του χώρου και του βίου. Δεν λείπουν ωστόσο και οι αποκλίσεις που ταράζουν και αποδιοργανώνουν τη ζωή της πόλης: πόρνες, μετακινούμενοι καλλιτέχνες, μοιχοί και μοιχαλίδες, αποκλίσεις τις οποίες γρήγορα οι πολιτισμοί επιχειρούν να εξουδετερώσουν για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και τάξης.
Γεωφυσική διαμόρφωση και κλίμα καθορίζουν αποφασιστικά τη διαπλεκτικότητα πόλης και υπαίθρου, που προσδιορίζεται από την αντίθεση πολιτισμού έναντι αγριότητας ή βαρβαρότητας. Η ύπαιθρος, συνδεδεμένη αποκλειστικά με τη γη, μπορεί να διατηρεί σταθερά τον πλούτο των πρώτων υλών, αλλά υστερεί από την έλλειψη συγκοινωνιακών υποδομών, τη βραδύτατη εξέλιξη στις παραγωγικές μεθόδους, τον υποτυπώδη εργαλειακό εξοπλισμό, την ανασφάλεια που δημιουργεί η ληστεία, τα ποικίλα διοικητικά και πολιτικά εμπόδια που καθιστούν πρακτικά αδύνατη την ανάπτυξη με το εξοντωτικό φορολογικό σύστημα και τις μεγάλες γαιοκτησίες με τις εξουσιαστικές τους διαπλοκές. Η πόλη, με τις δικές της διαπλεκτικές απαιτήσεις και ως χώρος συγκέντρωσης του χρήματος, είναι σε σχέση με την ύπαιθρο ο κατ’εξοχήν προνομιούχος τόπος ασφάλειας, έδρα της στρατιωτικής, πολιτικής και θρησκευτικής διοίκησης, όπου σε γενικές γραμμές οι συνθήκες διαβίωσης, αλλά και εκπαίδευσης του πληθυσμού, είναι σταθερά καλύτερες. Στο αστικό περιβάλλον τα εισηγμένα προϊόντα καθίστανται περιζήτητα, οι μεταλλαγές στην κλίμακα των αξιών ταχύτερες, οι μόδες και η αποδοχή μορφών πολυτέλειας συχνότερες και οι αποκλίσεις πιο πιθανές. Οι δύο βασικοί τελικά ήρωες του έργου σ’αυτές απολήγουν, καθώς τα αστικά κέντρα Αθήνας και Κωνσταντινούπολης διαμορφώνουν θετικές οικονομικές και επαγγελματικές προοπτικές. Είναι ίσως και οι μόνοι χώροι όπου μπορούν να γεφυρωθούν ικανοποιητικότερα και αποτελεσματικότερα οι πολιτισμικές αποστάσεις.
Ο χρόνος είναι σε όλο τον 19ο αι. καθαρά γεωργικός και θρησκευτικός. Ο κύκλος της εργασίας είναι περιοριστικά καθορισμένος από τις θρησκευτικές εορτές και το χριστιανικό αγιολόγιο μονοπωλεί το ένα τρίτο και πλέον του ενιαυτού. Την έκταση της ημέρας καθορίζει το φως και το σκοτάδι που μόλις κάνει την εμφάνισή του εγκαθιστά τη λειτουργία του φόβου και της ανομίας. Αξίζει να προσέξει κανείς την εντύπωση των προσώπων για τη λειτουργία του τεχνητού φωτισμού τη νύχτα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ωστόσο, σ’αυτή την επαναληπτική αντίληψη του χρόνου που ρυθμίζει τη ζωή της πλειονότητας του αγροτικού πληθυσμού στη ζωή της πόλης εγκαθίσταται σταδιακά η ωρολογιακή αντίληψη για το παρόν, την οποία και μας υπενθυμίζει ο υπότιτλος του έργου. Και ίσως όχι απλά ως οργάνωση του χρόνου της καθημερινότητας με τις ακριβείς μετρήσεις και την ποσοτικοποίηση του χρόνου που επιβάλλει, αλλά ως η αναπόφευκτη επίπτωση στις συμπεριφορές και στις νοοτροπίες των ανθρώπων, άγνωστη στο γεωργό και τον τσοπάνη, ως η μετάβαση τελικά από τον παραδοσιακό, τοπικό και σχετικό χρόνο σε μια νέα πραγματικότητα κίνησης και ανυπομονησίας, την οποία υιοθετούν τελικά και οι δύο πρωταγωνιστές του έργου που εγκαταλείπουν τις τοπικές συνθήκες κι όπου τον κεντρικό ρόλο δεν έχει πια η θρησκεία με την αγιότητά της αλλά ο ευθύγραμμος, συνεχής, ακριβής και αφηρημένος, ανεξάρτητος από τους βιολογικούς ρυθμούς του ανθρώπου και της φύσης, χρόνος. Οι τελικές επιλογές των ηρώων, απεξαρτημένων πια από την τοπικότητα, διαμορφώνουν μια διαφορετική αντίληψη της ζωής, μια στροφή προς το μέλλον που συντελεί σε μια νέα ουσιαστικά διαμόρφωση για το χώρο και το χρόνο. Σε κάθε πάντως περίπτωση η βιοτή παραμένει εδώ δεσμευτικά καθορισμένη όχι από τη σταθερά του χρόνου, αλλά από εκείνη του χώρου, με τον οποίο η μετανεωτερική μας συνείδηση συντηρεί μια σχέση αποσύνδεσης.
Με τη σειρά τους οι δημογραφικές συνθήκες, όπως και στο προηγούμενο βυζαντινό καθεστώς, παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, διάσπαρτων στην ύπαιθρο, με τον παραγωγό που ίσα που παράγει τα αναγκαία παραμένοντας υποσιτιζόμενος, με τις ασθένειες (ευλογιά, ελονοσία, τύφος) που ενσκήπτουν κάθε τόσο, όπου σε συνδυασμό με την πείνα και τον πόλεμο αποδεκατίζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και καθορίζουν δεσμευτικά τις ανθρώπινες δυνατότητες, ενώ συνάμα δημιουργούν μια μόνιμη κατάσταση αβεβαιότητας για το αύριο.
Η κοινωνική αναγνώριση και η άνοδος πάλι υπήρξαν στενά συνδεδεμένες με συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα εκκλησιαστικών αρχόντων και γαιοκτημόνων. Συνάμα, βρίσκει κανείς ανάγλυφη τη συμπεριφορά μιας κοινωνίας με μια απροκάλυπτη κοινωνική υπεροχή των ανδρών, όπου απαντούν μορφές αμιγώς ανδρικής κοινωνικότητας με τον ειδοποιό της ρόλο ως προς τη φιλία και τον έρωτα. Η γυναίκα, στη μουσουλμανική της εκδοχή, είναι αποκλεισμένη από την επαγγελματική ζωή και από την κεντρική σφαίρα της ανδρικής ζωής, την πολεμική δραστηριότητα. Οι άνδρες ζουν πρώτιστα για τον εαυτό τους αλλά και μεταξύ τους.
Το εμπόριο και οι ανταλλαγές των προϊόντων που καταρρίπτουν σύνορα και θρησκευτικά όρια και κρατάνε ζωντανή την τροφοδοσία των αστικών κέντρων με τα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης, αλλά και με την οθωμανική πρωτεύουσα, είναι δέσμιο της χρήσης μουλαριών και αλόγων, της αβεβαιότητας των μετακινήσεων, των κεφαλαίων και των πληροφοριών. Το παρελθόν, αυτή η μέγιστης βραδύτητας καταστασιακότητα ως μια φυλακή μεγάλης διάρκειας, για να θυμηθούμε το θείο F. Braudel,  επιβάλλει τους ρυθμούς του όχι μόνο στην έκταση και τη λειτουργία των ανταλλαγών αλλά και στην ανάπτυξη των σχέσεων. Σε αντιστάθμισμα, γνωρίζει υπεροχή η ανάπτυξη της τοπικής-επαρχιακής αγοράς (παζάρι, εμποροπανήγυρη).
Η ζωή στο μυθιστόρημά μας, οι δράστες του οποίου εγκαθιδρύουν μια διαρκή κίνηση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, βίας και ειρηνικότητας, υπαγορεύεται σε κάθε περίπτωση από μια γενικότερη ανασφάλεια που θα μπορούσε να αναλυθεί σε ανασφάλεια οικονομική, πολιτική (πόλεμοι και μετακινήσεις συνόρων) και φυσική (ασθένειες). Απουσιάζει ωστόσο εντέχνως η μετά θάνατον ανασφάλεια για τη σωτηρία της ψυχής και τούτο διότι τα πλέγματα των σχέσεων, οι ανάγκες της συγκυρίας, το πάθος για τον έρωτα και η διάθεση για ζωή δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για σύμπραξη με το επέκεινα. Σε κάθε πάντως περίπτωση το πέρασμα του βίου σημαδεύεται από την κυκλική πραγματικότητα των εναλλαγών στην οικογενειακή ζωή: γάμος, γέννηση παιδιών, απόκτηση και απώλεια περιουσιακών στοιχείων, απώλεια προσφιλών προσώπων στοιχειοθετούν τις βασικές αλλαγές της πραγματικότητας των προσώπων.
Η μετάβαση από το Ιμαρέτ στο μηχανικό ρολόι, για να δικαιολογήσω και τον δεύτερο τίτλο του βιβλίου, μεταμορφώνει την καθημερινότητα, αλλάζει την ποιότητα του χρόνου. Τον βασικό ρυθμό της ζωής δεν τον δίνει πια η σχέση με το θείο, αλλά η διαδικασία μιας αποσύνδεσης, η καταστασιακότητα μιας παγκοσμιοποιημένης αυτοπραγμάτωσης, όπου η αναφορικότητα των αξιώσεων αλήθειας και αυθεντίας αποϊεροποιείται σταδιακά από τις θρησκευτικές της καταβολές. Ίσως μέσω αυτής της ριζοσπαστικής αποδέσμευσης να μπορέσει να καλλιεργηθεί η αναγνώριση της διαφορετικότητας και της ετερότητας. Πιθανόν μας τρομάζει τελικά η ιδέα ότι μια τέτοια πραγματικότητα δεν έχει, όπως οι 19ος και 20ος αιώνας φανατικά μας δίδαξαν, χωρικές διαστάσεις, αλλά μπορεί να συντελεστεί μόνο σε περιβάλλοντα όπου παρουσία και απουσία αναμειγνύονται με ιστορικά καινοφανείς πλέον τρόπους. Πρόκειται άραγε για διάλυση του υποκειμένου μέσα σε έναν νέο κόσμο πολλαπλών σημείων, «ανεστιακότητας» και «ανιστορικότητας»; Αν το Ιμαρέτ αντικαθρεφτίζει ίσως την αυτοσυνειδησία ενός έθνους, ανεξαρτήτου θρησκεύματος, που βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση της ιδιαιτερότητάς του, αλλά και σε μια μόνιμη προσπάθεια για τη διαφύλαξη των κλειστών πολιτικών και πνευματικών του συνόρων, το μηχανικό ρολόι αναφέρεται πιθανόν στην έκφραση της επεκτατικής ορμής ενός οικουμενικού πολιτισμού, όπου και προτάσσεται η αυτοσυνειδησία των λαών με ό,τι είναι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τα εθνικά σύνορα και τις εθνικές διαφορές. Ο περίπλοκος μηχανισμός του ρολογιού καθιστά φανερό τον ειδοποιό χαρακτήρα μιας νέας συμπεριφοράς με τον εγκλεισμό των θυμικών ενορμήσεων και αποφορτίσεων σε συγκεκριμένους χώρους και τον εκτοπισμό τους, με τη μείωση των αντιθέσεων, όπως θα μας έλεγε ο Νόρμπερτ Ελίας, «πίσω από κλειστές πόρτες». Αυτή η μετάβαση ακολουθεί το δρομολόγιο μιας αλλαγής όπου οι ακραίες μορφές των σωματικών μαρτυρίων και της άκρας ταπείνωσης των ατόμων, υποτασσόμενων στα μονοπώλια κεντρικών εξουσιαστικών μηχανισμών (πολιτικών και θρησκευτικών) απεξαρτώνται πλέον από τα πάθη της στιγμής και υποτάσσονται σε όλο και πιο ακριβείς και λεπτομερειακούς, ωρολογιακούς σχεδόν, νόμους και αυτοκαταναγκαστικές ρυθμίσεις, διαμορφώνοντας έτσι ένα πλαίσιο συμπεριφοράς που απαμβλύνει το θυμικό.