ANNOUNCEMENTS




Κριτική στην τριλογία μου με την πινελιά του Νίκου Ψαρρού, Καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας στο πρόσφατο τεύχος Οκτωβρίου του The Books' Journal: http://booksjournal.gr/…/2892-%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%B…
ΝΙΚΟΣ ΨΑΡΡΟΣ – Αυτοσυγκράτηση και βιοπολιτική στον Βυζαντινό Μεσαίωνα (Χρήστος Δ. Μεράντζας, Ο αντεστραμμένος Διόνυσος, Σμίλη, Αθήνα 2011, 571 σελ. - Χρήστος Δ. Μεράντζας, Ανα-χωρά(η)ση, Σμίλη, Αθήνα 2014, 258 σελ. - Χρήστος Δ. Μεράντζας, Φωτεινή Κρυπτότητα, Σμίλη, Αθήνα 2019, 347 σελ.)








------------------------------------------------


Για την τριλογία του Χρήστου Μεράντζα «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος – Σχεδίασμα μιας σωματοθεωρίας αλγαισθητικού αυτοκαταναγκασμού», «Αναχωρά(-η)ση – Μορφές ετερότητας στον βυζαντινό πολιτισμό» και «Φωτεινή Κρυπτότητα – Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην εννοιολόγηση του απερίγραπτου θεού, της ουτοπικής πόλης και του θανάτου στον βυζαντινό πολιτισμό» (εκδ. Σμίλη).




Ο ασκητικός βίος ως αισθητικό γεγονός στο Βυζάντιο

E-mailΕκτύπωση
altΓια την τριλογία του Χρήστου Μεράντζα «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος – Σχεδίασμα μιας σωματοθεωρίας αλγαισθητικού αυτοκαταναγκασμού», «Αναχωρά(-η)ση – Μορφές ετερότητας στον βυζαντινό πολιτισμό» και «Φωτεινή Κρυπτότητα – Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην εννοιολόγηση του απερίγραπτου θεού, της ουτοπικής πόλης και του θανάτου στον βυζαντινό πολιτισμό» (εκδ. Σμίλη).
Της Brigitte Pitarakis
Τα τρία βιβλία του Χρήστου Μεράντζα θα πρέπει να τα διαβάσει κανείς σε μια συνέχεια χρονική από το παλαιότερο προς το νεότερο. Και τα τρία κομίζουν αναμφίβολα μια νέα φρεσκάδα στην προσέγγιση του βυζαντινού πολιτισμού. Είναι, επίσης, τα τεκμήρια ενός παθιασμένου και συναρπαστικού δρομολογίου μέσα από το οποίο ο συγγραφέας συλλέγει την ποίηση της ζωής. Μεταξύ του πλήθους των προσωπικών του ενδιαφερόντων, ο Χρήστος Μεράντζας δεν παρέλειψε να διαβάσει τις γραπτές πηγές του βυζαντινού πολιτισμού εις βάθος. Η διανοητική του διαύγεια τον οδήγησε σε μια ώσμωση με το κεντρικό θέμα της τριλογίας του: τη σχέση αισθητού και νοητού.
Μετά από πλήθος επισκέψεων στην Πόλη, εστίασε το ενδιαφέρον του στις μεταβυζαντινές απεικονίσεις υφασμάτων με οθωμανικό διάκοσμο στα μνημεία της Ηπείρου. Δίχως την αισθητική εμπειρία των μνημείων της Πόλης, τη συναίσθηση της πολιτισμικής της ταυτότητας, τον αέρα του Βοσπόρου, ίσως να μην μπορούσε να εντρυφήσει στα θέματα που αφορούν στην ουσία της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το αντικείμενο της έρευνάς μου, που επικεντρώνεται στη μελέτη των αντικειμένων, με καθοδήγησε να ενδιαφερθώ για την υλική υπόσταση των πραγμάτων και σε ό,τι είναι ορατό στις αισθήσεις, ενώ ο Χρήστος Μεράντζας στράφηκε προς τον άυλο κόσμο του υπερβατικού. Εγώ έχω μια πρακτική προσέγγιση, ενώ εκείνος μια θεωρητική. Ωστόσο, οι δύο προσεγγίσεις και οπτικές διασταυρώθηκαν με επιτυχία σε πολλές περιπτώσεις. Η τελευταία χρονικά υπήρξε η κοινή μας ανακοίνωση στο συμπόσιο με τον τίτλο Life Is ShortArt LongThe Art of Healingin Byzantium, που οργάνωσα στο Μουσείο του Πέρα, στην Κωνσταντινούπολη, το 2015. Η πρόθεσή μας ήταν να αναδειχθεί η αντιπαράθεση της μελωδίας του παραδείσου με τη δαιμονική κακοφωνία. Η δαιμονική παρεμβατική παρουσία που ταλανίζει τους αναχωρητές και τους σαλούς αγίους είναι ένα από τα βασικά θέματα της τριλογίας.
Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή ιδανική ουτοπική πόλη, βρίσκεται στο επίκεντρο των δύο πρώτων κεφαλαίων του τελευταίου βιβλίου της τριλογίας (αναφέρομαι στη Φωτεινή Κρυπτότητα). Το αυτοκρατορικό και κοσμοπολίτικο συναίσθημα που εκπηγάζει σταθερά από αυτή την πόλη άσκησε αναμφίβολα σημαντική επιρροή στην καλλιέργεια της σκέψης του Χρήστου Μεράντζα, ο οποίος, μετά από πλήθος επισκέψεων στην Πόλη, εστίασε το ενδιαφέρον του στις μεταβυζαντινές απεικονίσεις υφασμάτων με οθωμανικό διάκοσμο στα μνημεία της Ηπείρου. Δίχως την αισθητική εμπειρία των μνημείων της Πόλης, τη συναίσθηση της πολιτισμικής της ταυτότητας, τον αέρα του Βοσπόρου, ίσως να μην μπορούσε να εντρυφήσει στα θέματα που αφορούν στην ουσία της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η ποίηση του Σεφέρη μεταφέρει τη συμπόρευση και πύκνωση της ελληνικής κλασικής παράδοσης με τη χριστιανική παράδοση και είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζει τον βυζαντινό κόσμο, όπως αυτός αναδύεται μέσα από την τριλογία του Χρήστου Μεράντζα. Και τα τρία βιβλία είναι εντελώς διαφορετικά, με ελκυστικά δρομολόγια μεταξύ τους που στην κλιμάκωσή τους συμβάλλουν στη συνάντηση του Διονύσου με τον Άδη. Η ανάδειξη των θεμάτων που είναι αγαπητά στον συγγραφέα, μέσα από τα τρία βιβλία, τον οδηγούν να αναπτύξει έναν θεωρητικό προβληματισμό για το ανθρώπινο σώμα: το ζων σώμα, το απονεκρωθέν σώμα, το σωζόμενο σώμα. Αυτές οι τρεις καταστάσεις ή τρεις στιγμές της ιστορίας της σωτηρίας, εάν δούμε τα πράγματα από τη θεολογική σκοπιά, μας οδηγούν αναπόφευκτα να εξερευνήσουμε τη σχέση με την αιωνιότητα και ακριβώς εδώ φαίνεται πως αυτό είναι ένα από τα βασικά ερμηνευτικά ζητούμενα εντός των τριών βιβλίων.
Ο Χρήστος Μεράντζας επιδεικνύει μια βαθιά κατάρτιση στην αρχαιολογία και την ιστορία της τέχνης. Όμως στα βιβλία του δεν είναι το εικονογραφικό υλικό που τον συγκινεί. Τον προσελκύει η ουσία εκείνου του πράγματος που συμβάλλει στη δημιουργία των εικόνων. Οι πηγές του είναι κατεξοχήν τα κείμενα. Επανεξετάζει τα αγιολογικά κείμενα, τους Καππαδόκες Πατέρες, τους θεολόγους μέσα από μια ανθρωπολογική σκοπιά που συνδυάζει, επίσης, και τη φιλοσοφική οπτική. Ο τρόπος προσέγγισης του υλικού τού επιτρέπει έτσι να αναπτύξει μια θεωρητική σκευή για τα θέματα που απασχολούν τους ιστορικούς της βυζαντινής τέχνης ήδη από τα τέλη του 19ου αι.
Η αισθητική αποτίμηση της δυναμικής του φωτός οδήγησε τον Χρήστο Μεράντζα να προσεγγίσει μια πληθώρα θεμάτων που αφορούν τόσο στην αντίληψη του κάλλους στον βυζαντινό πολιτισμό, σε σύγκριση με τον κανόνα των κλασικών αναλογιών της αρχαιότητας, όσο και στη θεωρία της εικόνας, διασχίζοντας επίσης την αντίληψη του χρόνου και της κοσμικής αρμονίας στον βυζαντινό θρησκευτικό χώρο.
Ένας από τους πρώτους συγγραφείς που επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, το κόσμημα του Θεοδώρου Μετοχίτη, μια από τις πλέον σημαντικές πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής των Παλαιολόγων, υπήρξε ο Nikodim Kondakov, ο οποίος στα 1880, ενάντια στο περιφρονητικό βλέμμα των συγχρόνων του, τόνισε την καταλυτική επίδραση της βυζαντινής ζωγραφικής στην ιταλική τέχνη των Duccio και Giotto. Η Μονή της Χώρας βρίσκεται, επίσης, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του συγγραφέα μας, όχι βέβαια για την τεχνοτροπία της ζωγραφικής της ή των ψηφιδωτών της ή και της οργάνωσης του εικονογραφικού της προγράμματος, αλλά υπό την προοπτική της σχέσης της με την πλατωνική έννοια της χώρας.
Η αισθητική αποτίμηση της δυναμικής του φωτός οδήγησε τον Χρήστο Μεράντζα να προσεγγίσει μια πληθώρα θεμάτων που αφορούν τόσο στην αντίληψη του κάλλους στον βυζαντινό πολιτισμό, σε σύγκριση με τον κανόνα των κλασικών αναλογιών της αρχαιότητας, όσο και στη θεωρία της εικόνας, διασχίζοντας επίσης την αντίληψη του χρόνου και της κοσμικής αρμονίας στον βυζαντινό θρησκευτικό χώρο. Οι αναπαραστάσεις πάνω στις οποίες αναπτύσσει τον θεωρητικό του στοχασμό δεν είναι αυτές της εντοίχιας θρησκευτικής ζωγραφικής, αλλά οι νοητές εικόνες που προηγούνται της δημιουργίας των παραστατικών δεδομένων.
Ο συγγραφέας μας αναστοχάζεται τον βυζαντινό πολιτισμό, απογυμνώνοντάς τον από την ιστορικότητά του για να αναδείξει τα οικουμενικά και αχρονικά στοιχεία που τον συγκροτούν. Η έννοια της ετερότητας στο Βυζάντιο, θεματική του δευτέρου βιβλίου της τριλογίας, καταδεικνύει τον καινοτόμο και πρωτοποριακό χαρακτήρα της προσέγγισής του. Το εν λόγω θέμα αναδείχθηκε σήμερα σε ένα θέμα του συρμού, όπως και αυτό περί της αισθητικότητας, και ειδικότερα το ζήτημα της «οπτικής» ανάγνωσης της εικόνας, αναφορικά με τη λειτουργία του οπτικού ερεθίσματος στην πρόσληψη του κόσμου.
Στην προσέγγισή του για το πώς έβλεπαν οι βυζαντινοί τις διαφορετικές εθνότητες, ο συγγραφέας μάς εισάγει στους τρόπους διαμόρφωσης της δαιμονικής ταυτότητας. Ο δαίμονας έλαβε έτσι τα χαρακτηριστικά ενός Αιθίοπα με μελαμψό δέρμα. Ο πολυμορφισμός των δαιμόνων τούς οδήγησε, επίσης, να αναζητήσουν κατοικία εντός των ειδωλολατρικών αγαλμάτων. Ο συγγραφέας παραθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα του 5ου αιώνα από τον Βίο του αγίου Πορφυρίου Γάζας, όπως μας το διασώζει ο Μάρκος Διάκονος, όπου χάρη στην παρέμβαση του Αληθινού Σταυρού το άγαλμα της Αφροδίτης μετασχηματίζεται σε ένα προστατευτικό όπλο του χριστιανισμού ενάντια στους ειδωλολάτρες.
alt
Από την έκθεση «Life is Short, Art Long: The Art of Healing in Byzantium» στο Μουσείο Pera της Κωνσταντινούπολης, το 2015.
Στο αποκορύφωμα της μη πολιτισμένης συμπεριφοράς τους, οι σαλοί άγιοι ολοκληρώνουν τον κύκλο της επίγειας και αμαρτωλής τους ζωής εντός μιας θεραπευτικής διαδικασίας. Η τρέλα λειτουργεί εδώ ως μέσο αντίστασης στο σωματικό και ψυχικό άλγος.
Ο αναστοχασμός για τον άλλο τον οδηγεί, επίσης, σε ένα ιδιαίτερα αγαπητό του θέμα, που αφορά στον ασκητικό βίο, είτε πρόκειται για τους αναχωρητές της ερήμου είτε για τους εν Χριστώ σαλούς αγίους που κυκλοφορούν σε αστικό περιβάλλον. Στο αποκορύφωμα της μη πολιτισμένης συμπεριφοράς τους, οι σαλοί άγιοι ολοκληρώνουν τον κύκλο της επίγειας και αμαρτωλής τους ζωής εντός μιας θεραπευτικής διαδικασίας. Η τρέλα λειτουργεί εδώ ως μέσο αντίστασης στο σωματικό και ψυχικό άλγος.
Η αναζήτηση για τον άλλο μεταφέρει εντός της εκείνη του θείου το οποίο κρύβεται μέσα στην αντίθεση φωτεινότητας και σκοτεινότητας (βλ. Φωτεινή Κρυπτότητα). Ο συγγραφέας τρέφεται εδώ από το σύμπαν του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Σε ό,τι αφορά στη μετάδοση της παράδοσης αυτού του κειμένου και της φήμης του εντός του μυστικιστικού ρεύματος την περίοδο των Παλαιολόγων, αξίζει να αναφερθεί εν συντομία πως κατά το ταξίδι του στο Παρίσι ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, τον Ιούνιο του 1400, όπου ήρθε να ζητήσει βοήθεια από τον Κάρολο τον ΣΤ΄ μπροστά στην επερχόμενη προέλαση των Οθωμανών, απέστειλε ως δώρο στο αββαείο του Αγίου Διονυσίου, διά του πρεσβευτή του και λογίου Μανουήλ Χρυσολωρά, το διάσημο χειρόγραφο των έργων του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτη με μια ολοσέλιδη μικρογραφία του συγγραφέα. Το χειρόγραφο φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
alt
Ο Χρήστος Μεράντζας είναι επιστημονικά
υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος
«Το "Εικονικό Μουσείο": Καταγραφή, μελέτη
και ψηφιοποίηση του πολιτιστικού αποθέματος
της μουσειακής συλλογής γλυπτών του
Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης "Θεόδωρος
Παπαγιάννης" στο Ελληνικό Ιωαννίνων
(Δήμος Βορείων Τζουμέρκων)».
Καταλήγουμε να συμφωνήσουμε ότι η κοσμοαντίληψη του Αρεοπαγίτη βρίσκει την υλική της αποτύπωση στο οικοδόμημα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Όμως, στο πρώτο κεφάλαιο της Φωτεινής Κρυπτότητας ο συγγραφέας μάς επαναφέρει στις απαρχές της ίδρυσης της Νέας Ρώμης από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Στη Νέα Ρώμη εντοπίζουμε μια μεταφορά των βασικών ρωμαϊκών θεσμών. Ο Ιππόδρομος με τον ηλιακό του συμβολισμό συνδέεται με οργανικό τρόπο με το συγκρότημα του αυτοκρατορικού παλατιού. Αλλά η Νέα Ρώμη θα καταστεί απόλυτα αυθεντική. Η γεωγραφική της θέση θα επιτρέψει στον Κωνσταντίνο να ανοίξει τον δρόμο για την πνευματικότητα των αναχωρητών στην έρημο και να οικοδομήσει μια καινούργια μνήμη γύρω από τα λείψανα των μαρτύρων. Ο θάνατος αποκτά μια καινούργια διάσταση στην καρδιά του αστικού τοπίου, λειτουργώντας ως μια συνεχής υπενθύμιση της υπόσχεσης της σωτηρίας.
Η θεωρία της εικόνας, η σχέση της εικόνας με το πρότυπό της είναι, επίσης, πολύ αγαπητά θέματα στον συγγραφέα μας, τα οποία προσεγγίζει μέσα από την οπτική των θεωρητικών του νεοπλατωνισμού. Η προσέγγιση που ο Χρήστος Μεράντζας προτείνει έχει το χάρισμα να αποδομεί την πειθάρχηση της βυζαντινολογίας, με την εισαγωγή μιας σύγχρονης προβληματικής στην ανάγνωση του βυζαντινού πολιτισμού. Ταυτοχρόνως, τα έργα σύγχρονης τέχνης του Δημήτρη Μεράντζα και στα τρία εξώφυλλα μας ωθούν να ξανασκεφτούμε την προβληματική των τριών βιβλίων και μας προσκαλούν να ξαναδιαβάσουμε το Βυζάντιο με μια φρέσκια ματιά.
Ο λιθοβολισμός, που είναι το θέμα στο εξώφυλλο του δευτέρου στη σειρά βιβλίου της τριλογίας, με ώθησε να σκεφτώ, για παράδειγμα, ένα πολύ γνωστό χωρίο από τον Βίο του νεοπυθαγόρειου φιλοσόφου από τα Τύανα, τη βιογραφία του οποίου συνέταξε ο Φιλόστρατος. Έχοντας κληθεί στην Έφεσο για να αποτρέψει τη μάστιγα της πανώλης, ο Απολλώνιος οδηγεί το πλήθος στο αμφιθέατρο όπου και βρισκόταν ένας αλλοδαπός ζητιάνος. Καλεί το πλήθος να λιθοβολήσει αυτόν τον άνδρα ως εχθρό του θεού. Οι κάτοικοι της Εφέσου αναγνωρίζουν σε αυτόν τον άνδρα τον δαίμονα και τον θάβουν κάτω από τις πέτρες. Εν συνεχεία ο Απολλώνιος τους καλεί να ανασύρουν τις πέτρες. Προς μεγάλη τους έκπληξη διαπιστώνουν πως ο ζητιάνος είχε εξαφανιστεί και στη θέση του βρισκόταν ένας μεγάλος άγριος σκύλος με το στόμα γεμάτο αφρούς όπως τα λυσσασμένα σκυλιά. Σε αυτή τη θέση υψώθηκε ένα άγαλμα του Ηρακλή. Ιδού μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τα κίνητρα της καλλιτεχνικής παραγωγής και για τη διαχρονικότητα των θεμάτων που αναδεικνύει ο συγγραφέας μας.
Τέλος, ένα μικρό απόσπασμα συνέντευξης του μόλις πρόσφατα εκλιπόντος Γάλλου φιλοσόφου Michel Serres, ιδιαίτερα αγαπητού στις εκδόσεις Σμίλη, συμπυκνώνει με τον πιο δόκιμο τρόπο την αγωνία του συγγραφέα μας να προσεγγίσει την αλήθεια των πραγμάτων:
«Η επικαιρότητα, είναι το νερό που ρέει μπροστά στα μάτια μας, αλλά η φιλοσοφία μάς βοηθά να ανυψωθούμε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γνωρίσουμε τι είναι πραγματικά ο Σηκουάνας».
* H BRIGITTE PITARAKIS είναι ερευνήτρια του βυζαντινού πολιτισμού στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας (CNRS).
------------------------------





Πέντε ευρωπαίοι εταίροι για ένα σχέδιο πολιτιστικής συνεργασίας. Η συμμετοχή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «In_NovaMusEUm. Τα μουσεία επιστρέφουν στην τοπική κοινότητα μέσω της Τέχνης και της Διατροφής» [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 1]

Το εταιρικό σχήμα του ευρωπαϊκού προγράμματος In_NovaMusEUm. Τα Μουσεία επιστρέφουν στην τοπική κοινωνία μέσα από την τέχνη και τη διατροφή, που υλοποιήθηκε στο διάστημα 15/09/2016 έως 30/06/2018 στο πλαίσιο της Δημιουργικής Ευρώπης, είχε στόχο να προτείνει νέες μεθόδους και προσεγγίσεις ανάπτυξης κοινού για τα περιφερειακά μουσεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με περιορισμένους πόρους και χαμηλό ποσοστό επισκεπτών και τουριστών. Ανέπτυξε συγκεκριμένες δράσεις που συνδύασαν τη δημιουργία ικανοτήτων με συμμετοχικές πρακτικές κοινού στο πλαίσιο της ιδέας «Τέχνη και Διατροφή». [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 2]

Ο στόχος της ανάπτυξης κοινού, στο πλαίσιο του έργου In_NovaMusEUm, ήταν να δημιουργήσει νέες προσεγγίσεις αλληλόδρασης με τους δυνάμει επισκέπτες των περιφερειακών μουσείων που συμμετείχαν στη δράση και να υλοποιήσει μια πιλοτική φάση που θα επέτρεπε, με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών και ανάληψης δράσεων, την προσέλκυση ενός «δυνάμει» κοινού. Ο νέος στόχος στον οποίο απευθύνθηκε το εταιρικό σχήμα του In_NovaMusEUm αφορούσε σε νέους πολίτες 18-35 ετών των χωρών που συμμετείχανν στο πρόγραμμα, οι οποίοι και διακρίνονταν για το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής τους τόσο σε εκθέσεις, όσο και σε μουσειακά προγράμματα. Η ανάπτυξη κοινού υπήρξε μια συνεχόμενη και ζωντανή διαχειριστική διαδικασία μέσω της οποίας ένας οργανισμός ενθαρρύνει ενεργούς και δυνάμει συμμετέχοντες να αναπτύξουν εμπιστοσύνη, εμπειρία και να εμπλακούν εις βάθος με τα πολιτιστικά γεγονότα του οργανισμού, συμμεριζόμενοι τις καλλιτεχνικές, κοινωνικές και οικονομικές του συνθήκες. [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 3]
H συμμετοχή στο έργο In_NovaMusEUm του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» στο χωριό Ελληνικό (πρώην Λοζέτσι), το οποίο ανήκει στα γεωγραφικά όρια του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, στην Ήπειρο, συνδέεται άρρηκτα με τον αγροτικό χώρο και τους καταναγκασμούς του και με τις περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες. Υπηρετεί το τοπικό και αποτελεί για τον τόπο που φιλοξενεί το Μουσείο πλεονέκτημα οικονομικής ανάπτυξης και ουσιαστικά μετασχηματίζει την πρακτική σχέση με τον τόπο σε θετική αξία, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η συμμετοχή του Μουσείου στο έργο βασίστηκε σε ένα τρίπτυχο όπου προτάθηκαν νέοι τύποι δράσης, οι οποίοι συνδύαζαν την κοινωνική/κοινοτιστική, την οργανωτική και την παιδαγωγική καινοτομία, τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, αλλά και μια νέου τύπου τουριστική ανάπτυξη διαμέσου της καλλιτεχνικής δημιουργίας. [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 4]

Σκοπός του Μουσείου και του προτύπου της πολιτισμικής διαχείρισης που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του έργου In_NovaMusEUm, με την αναβάθμιση της δημόσιας εικόνας του, υπήρξε, από τη μια, η άσκηση μιας πολυδιάστασης εκπαιδευτικής πολιτικής, και από την άλλη, η στρατηγική ψηφιακής εμπλοκής η οποία έλαβε υπ’ όψιν της τις ακόλουθες πτυχές: [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 5] το ψηφιακό όραμα (ποιο είναι το όραμα του οργανισμού και αν περιλαμβάνει μια αναφορά σε ψηφιακά, διαδικτυακά και κοινωνικά μέσα), τους στόχους (τι ακριβώς θέλουμε να επιτύχουμε με τη χρήση των ψηφιακών μέσων), τις τάσεις της εποχής (κατά πόσο ο οργανισμός είναι ενήμερος για τις εξωγενείς τάσεις). Στο σκεπτικό [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 6] αυτό ανήκε και η στρατηγική διάχυσης και διάδοσης των αποτελεσμάτων του προγράμματος, η οποία και οργανώθηκε γύρω από τρεις άξονες: ψηφιακές επικοινωνίες, συμμετοχή σε συνέδρια και σεμινάρια, δημοσιεύσεις, εταιρικές σχέσεις με πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και μουσειακές κοινότητες, μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων δικτύωσης και ανάπτυξης σχέσεων με εξειδικευμένους δημοσιογράφους ειδήσεων, έντυπων και ραδιοτηλεοπτικών μέσων.  

Ως προς την εμπειρία που αποκτήθηκε στο πλαίσιο του In_NovaMusEUm: 1. Το Μουσείο κλήθηκε να καινοτομήσει, διαδράσει, ενθαρρύνει και εκπαιδεύσει, να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τα μέσα ενημέρωσης (έντυπα και ψηφιακά) για να ενορχηστρωθούν δράσεις, να διαμορφώσει στάσεις και να ρίξει φως σε νέες πρακτικές [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΑΡ. 7], 2. Επαναπροσδιορίσθηκαν οι ανάγκες καθιέρωσης μιας κοινής στρατηγικής των πολιτιστικών οργανισμών εντός της περιφέρειας, πρόσκτησης σύγχρονου εξοπλισμού και εδραίωσης νέων προοπτικών στην πολιτισμική διαχείριση και εκπαίδευσης του υπάρχοντος προσωπικού, 3. Η εκπαιδευτική πολιτική παίζει καταλυτικό ρόλο καθώς σκοπός της είναι να διασυνδεθεί το μέλλον με τους ιστορικούς τόπους και τα μνημεία, 4. Η ενθάρρυνση της τοπικής κοινωνίας να συμμετάσχει ενεργά στις δραστηριότητες του Μουσείου ήταν επιτακτική, δεδομένου του γεγονότος ότι η συμμετοχή ενός τοπικού κοινού ενισχύει το αίσθημα της συμμετοχής σε μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά [ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ ΑΡ. 7+8], 5. Το Μουσείο λειτούργησε ως σημείο σταθερής ποιότητας που παρήγαγε την καινοτομία και ως ένας τόπος που επέτρεψε στο ανθρώπινο υποκείμενο να προβληματιστεί σχετικά με το τοπικό και τη σχέση του με το παγκόσμιο, 6. Πέρα από το εθνολογικό και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον των συλλογών του, το Μουσείο στόχευε εξίσου να συμβάλει, μέσα από τα ζητήματα που έθεσε, στον αναστοχασμό για έναν μεταβαλλόμενο κόσμο και στην αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στα πολιτισμικά αγαθά, 7. Το Μουσείο ενσωματώθηκε στη σύγχρονη πνευματική ζωή, η οποία περιελάμβανε τη συμμετοχή του κοινού στις δραστηριότητές του, την καλλιτεχνική δημιουργία, την εκπαίδευση, καθώς και την παραγωγή πολιτιστικών αγαθών.
 
Τέλος, αναφορικά με τα διδάγματα που μοιραστήκαμε με τους ομότεχνους, προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:  [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ 9]1. Η διάδραση με το κοινό εμπλούτισε τη γνώση και τη φαντασία και καλλιέργησε τις πολιτισμικές ευαισθησίες ενός κοινού που προσδοκούσε την ποιότητα αλλά και την ποιοτική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του, 2. Το Μουσείο θα πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται καθώς η ζωή περιθωριοποιεί όποιον δεν εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία της ανανέωσης, 3. Το Μουσείο λειτούργησε ως ένα παράδειγμα του πώς ένα καινοτόμο και ανθρωποκεντρικό πρότυπο πολιτισμικής διαχείρισης θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε μικρή κλίμακα, απαιτώντας μικρό προϋπολογισμό, υποστηρίζοντας τις ανάγκες της ελληνικής περιφέρειας αξιοποιώντας τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα και λειτουργώντας συχνά ενάντια στα κυρίαρχα εθνικά πολιτισμικά πρότυπα ανάπτυξης. [ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ 10+11]
















-------------------------------------------------




--------------------------------------------------


Institute of Local Development “Thomas and Afrodete Papanikos” (ΙΤΑΘΑΠ) 6 th Annual International Meeting in the Village of Sardinia, Akarnania, Greece “The Smart Village: Cultural, Social and Economic Opportunities in the Post-Digital Era” Friday 27 July 2018

Dr Christos D. Merantzas, Cultural Landscape in the Helliniko Village, Epirus, Greece

http://www.itap.gr/dt/programma27julITAP.pdf


----------------------------------------------------------------


In_NovaMusEUm is organizing a workshop on the morning of 8 June in Rome at the National Roman Museum - Palazzo Massimo alle Terme: 
http://www.museonazionaleromano.beniculturali.it

The workshop, organized with the director of the National Roman Museum, was born from the idea of connecting the project In_NovaMusEUm, which deals with European museums, cultural heritage, art and food, with the two initiatives promoted by MiBACT:
- 2018 European Year of Cultural Heritage
- 2018 Year of Italian Food in the World

The workshop will include the European project partners (museums, universities and cultural organizations), the network of peripheral European museums that In_NovaMusEUm is setting up, the General Directorate of Museums and the General Directorate for Tourism of MiBACT, Desk Italia Creative Europe, and of course the National Roman Museum.

The event has received the European Year of Cultural Heritage 2018 (EYCH 2018) label and, as such, it has got the attention from the European Commission, Directorate-General for Education and Culture. The event is in fact included in the many initiatives scheduled for the EYCH 2018.

https://europa.eu/cultural-heritage






https://europa.eu/cultural-heritage

----------------------------------------


Η ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ κ΄ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
του ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
και
Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΟΛΟΓΩΝ

Συνδιοργανώνουν το 
20ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 
του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΟΛΟΓΩΝ
στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Καλλιθέα, 4-5 Ιουνίου 2018

ΤΙΤΛΟΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΕ ΚΑΜΠΗ: ΜΕΤΑ-ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, ΝΕΟΣ ΤΟΠΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

REGIONS AT A TURNING POINT: POST-DIGITAL COMMUNITIES, NEW REGIONALISM AND RE-NATIONALISATION–SUSTAINABLE DEVELOPMENT IMPLICATIONS

https://sepgov.wordpress.com/20o-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BF/



-----------------------------------------------
In_Nova MusEUm Final Conference - 22 – 23 February, 2018
Universidade Lusófona, Museu Bordalo Pinheiro - Lisboa, Portugal


Participation of the “Theodoros Papagiannis” Museum of Contemporary Art 
in the European Project In_Nova MusEUm

The “Theodoros Papagiannis” Museum of Contemporary Art is proud to participate in the In_NovaMusEUm project where Museums come back to the local community through Art & Food, an initiative co-funded by the European Commission’s Framework Program “Creative Europe”. Located in the Elliniko village (formerly known as Lozetsi), tucked into the geographic boundaries of the Municipality of Northern Tzoumerka, in mountainous Epirus, the Museum is inextricably linked to the rural space, its constraints as well as limited financial resources. In line with the project’s objectives, the Museum’s participation is threefold setting forth new actions that aim to bridge the social and communal with organizational and pedagogical innovation together with the needs of local communities, in addition to a new type of touristic development through the medium of artistic creation.

The cultural identity of the Helliniko village is largely shaped by both the Theodoros Papagiannis Museum and the Byzantine Monastery of Tsouka. The Tsouka Monastery marks the end of the walking trail and creates a new continuity in space as it links a preexisting ceremonial site of worship with the newly founded Museum. The space in-between the Theodoros Papagiannis Museum and the Tsouka Monastery does not only exemplify the conversion of the secular to the sacred and vice-versa, but it also, and foremost, cultivates the potential of reciprocity.

Within the Museum, the past of Epirus is thematized as a single time period that is none other than the cycle of life identified through the harvest cycle. The outdoor sculptures have a unifying role because they link historical memory with the natural environment. Made from natural materials such as stone, recycled metal, etc., these sculptures attest to an intense encounter with nature.

Actions of the In_NovaMusEUm project
Two participatory workshops were organized as introductory activities to the In_NovaMusEUm project. The first was held at the Silversmithing Museum of Ioannina on 18.12.2016 and the second at the Archaeological Museum of Ioannina on 11.02.2017. Thanks to these two workshops, five Museum pieces from the Theodoros Papagiannis Museum of Contemporary Art that directly relate to Food were selected, thus establishing the main pillars for the implementation of the project’s actions: bread, fruits, meat, egg and fish which also by default constituted basic food staples for the populations of Epirus’ hinterland.

In particular, the “Theodoros Papagiannis” Museum created a network for the implementation of the In_NovaMusEUm project, which includes the Archaeological Museum of Ioannina and the Silversmithing Museum of Ioannina sponsored by the Piraeus Bank Group Cultural Foundation, and thanks to this network it was able to carry out a series of outreach actions, such as the 2nd In_NovaMusEUm Creative Workshop based on the children’s song There Was a Little Ship and its famous line “Straws were drawn all around to figure out who’d be eaten Ahoy, Ahoy”. This Creative Workshop, took place on Saturday May 6th, 2017, in collaboration with the Archaeological Museum of Ioannina at the Fetihye Mosque of Ioannina, a monument of historical interest located at the inner acropolis of the Castle of Ioannina. As part of this Creative Workshop, Maria Mahaira, a narrator of folk tales accompanied by the musician Antonis Karastamatis brought to life folk narratives from Greece, with raw food at their core and with particular reference to cannibalistic practices in folk narrative tradition.

Shortly afterwards, on Saturday May 20th, 2017, the  Dinner in White event was held in the courtyard of the Museum. For this event, it was mandatory that all participants be dressed in white, where both young and old were welcome to rejoice in this public celebration. In the first part of the event, preschool teacher Vicky Mitsis, from the “House of Wonders” and Socrates Pappas, head of the “Antrala” puppet theatre, entertained the children. Next, the Athenian Shadow Company by Athos Danellis presented a shadow play to audience entitled “Karagiozis Kitchen”. The final part of the event included musical travels to “Old Europe” with the celtic band “Beer for Breakfast”.

In its eighth consecutive year, the Municipality of Northern Tzoumerka, the “Theodoros Papagiannis” Museum of Contemporary Art and the “Friends of the Museum” organized the 8th Sculpture Symposium on the courtyard of the Museum, from the 19th of August to the 10th of September. This 8th Symposium became part of the In_NovaMusEUm project where artists Aris Katsilakis, Ergis Chrysikos, Spyros Lisgaras and Fatto Shuli worked in situ in collaboration with sculptor Theodoros Papagiannis. The artworks created further enriched the existing collection of the Museum’s sculptures, both those that adorn the Museum’s courtyard and those along the route from the entrance of the Elliniko village to the Monastery of Tsouka. This year stood out especially because of the numerous events held in parallel, active student participation, and the involvement of local organizations.

In the same context, on October 20th, 2017 the “Theodoros Papagiannis” Museum of Contemporary Art, the Central Library of the University of Ioannina and the Arsakeia Schools of Ioannina co-organized the 3rd Creative Workshop at the Central Library of the University of Ioannina. The workshop took place in the amphitheatre of the Central Library and included a book exhibition on food topics, under the supervision of Dr Marina Vrellis-Zachos, Professor of Folklore Studies of the Department of History and Archeology. Dr Vrellis-Zachos delivered a speech on the traditional culinary habits of Epirus, while the Arsakeia Schools of Ioannina presented an improvisation of a didactic fairy tale entitled “The Sweetest Bread”, directed by Petros Christakopoulos.

A little earlier, on October 11th, 2017, the women of the Elliniko village baked small loaves of holy bread in the Museum, together with preschool children, which were on display at the Museum itself for a week. This event coincided with the 4th Official Meeting of the Program’s partners from the 19th to the 20th of October 2017, where bread was blessed and shared among guests as an offering.

The One Open Day event took place at the City Hall and at the Gymnasium of the Municipality of Northern Tzoumerka, on Friday 10 November 2017. The artists Theodoros Papagiannis, Sini Papagiannis and Giorgos Polyzos for a whole day worked with the students of the Gymnasium and the Lyceum of Pramanta in the production of paintings on the subject of food and in particular being inspired by the five artworks pre-selected for the Museum’s actions. The artworks were placed for a whole week in public places of the Municipality of Northern Tzoumerka as well as in the traditional cafes of Elliniko village. The event was the second part the One Open Day event organized on 22.08.2017.
On this occasion and based on the topic of meat, Theodoros Papagiannis gave an open to the general public lecture at the seminar organized by the Municipality of Tzoumerka on livestock farming, under the title: "The shepherd I bring in me", on 22 August 2017 in Pramanta. In this occasion, a sculpture of the idealized type of the local Cattleman, that was produced in the introductory period before of the 8th Summer Sculpture Symposium by the sculptor Theodoros Papagiannis with the help of his student Spyros Lisgaras, was unveiled in Pramanta square on 22 August 2017.

Finally, the 4th Creative Workshop entitled "Creations with Earth’s Fruit” took place on December 14, 2017 at the Primary School of Helleniko. The aim of the workshop was to introduce children to the Mediterranean diet and to create an integrated ecological consciousness on consumption culture and eating.

Digital engagement strategy
The purpose of the Museum, in conjunction with the cultural management model adopted within the In_NovaMusEUm project, and with the aim to upgrade its public image, was to exercise a multidimensional educational policy. Within the implementation of the In_NovaMusEUm project, considerable importance was given to digital engagement. Seeing that digital media affect every feature of a modern organization, the following steps were inevitably required: the design and implementation of innovative communication and marketing strategies, as well as audience development and the use of new methods of communication. For this reason, the strategy for disseminating the program’s results was organized around three axes: digital communication, participation in conferences and seminars and the establishment of partnerships with cultural, educational and museum communities through a variety of networking and relationship building events with journalists, print and broadcast media.

Toward a radical shift in the relationship between the Museum and the local audience
The life of the Museum encourages first and foremost innovation and therefore the removal of stagnation. In this respect, the “Theodoros Papagiannis” Museum of Contemporary Art gradually began to take part in school field trips. Teachers are offered the opportunity to study the Museum’s catalog of works on line, to browse relevant sites with information about the Museum and its founder, as well as sign up to its You Tube channel. Sole travelers also have the opportunity, through their mobile devices, to enjoy a small tour of each art piece, led by Theodoros Papagiannis, the sculptor himself, both within and outside the Museum.
Illustrating the updated picture of our activities we insisted in the following points:
i.                    the importance of strengthening communication and cooperation among museums belonging in the same geographical region. The need to cultivate synergies served to lift the museum from isolation,
ii.                  the need for being redefined the establishment of a common strategy for cultural organizations within the region, and for modern equipment, staff training, and new perspectives on cultural management,
iii.                the educational policy plays a decisive role as its purpose is to bind the future with historical sites and monuments. The continuous educational development and cultural awareness of teaching staff but more so of parents, guides and citizens overall will help shift attitudes and mindsets,
iv.                encouraging local community to actively participate in museum activities is imperative, seeing that the participation of a local public strengthens the feeling of belonging to a common cultural heritage. Hence, the museum was no longer a distant point of reference, but gradually begun to register in the minds of local communities, and became part of their daily lives offering a qualitative upgrade of their awareness,
v.                  the museum was perceived as a space of consistent quality, a place that produced innovation and an area which allowed the individual to reflect on the local and its relation to the global,
vi.                beyond the ethnological and anthropological material of its collections, the museum equally aimed to contribute, through the issues it raised, to the reflection of a changing world and changing mentalities,
vii.              overall, the museum had to innovate, interact, encourage, educate, and effectively use the media to orchestrate actions, shape attitudes and shed light on new cultural practices,
viii.            the museum had to create a safe space for critical thought, to teach, to entertain, to act as an information centre, to sensitize, to encourage personal development, to provide historical knowledge and to promote aesthetic culture while also releasing creativity and imagination,
ix.                the museum responded to issues that enhanced reflection on the relationship with the place and its history,
x.                  the museum continues to upgrade, as life strongly marginalizes anyone who is not involved in this process of renewal.

In our view, the “Theodoros Papagiannis” Museum sets an example of how an innovative, human-centered type of cultural management should be operating in a small scale, requiring a lower budget, but with a more vivid awareness of the Greek periphery and its autonomous, often disruptive with the dominant cultural paradigm, historical presence and collective memory. For Greece in Crisis, this could offer a unique opportunity for a cultural revival through small-scale, peripheral, low-budget, and holistic in their way of engaging with the natural environment cultural management initiatives.


















































































--------------------------------------------------------------------------------------------------------------






'The Mercantile Effect captures unexpected glimpses of a vast and shifting landscape and brings them into
focus; this is what the future of art history looks like'
Dr George Manginis,
Member of the Executive Committee, Benaki Museum

This beautifully illustrated volume publishes a group of papers delivered at the third Gingko conference: 'The Mercantile Effect: on Art and Exchange in the Islamicate World during 17th-18th Centuries.' Held in Berlin in 2016, this meeting brought together a group of established and early-career scholars to discuss how the movement of Armenian, Indian, Chinese, Persian, Turkish and European merchants and their trade goods spread new ideas and new technologies across Western Asia in the early modern era. Operating through the newly-established Dutch, English and French East India companies, as well as much older mercantile networks, prestigious exotic commodities: silk, ivory, books and glazed porcelains were transported east and west. The collected essays in this volume introduce a fascinating array of subjects, all of them indicative of the impact of transcultural exchanges during the 17th and 18th centuries.
Contributors: Anna Ballian, Federica Gigante, Francesco Gusella, Gül Kale, Nicole Kançal-Ferrari, William Kynan-Wilson, Suet May Lam, Amy S. Landau, Christos Merantzas, Nancy Um. Foreword by Melanie Gibson, Introduction by Sussan Babaie.

Publication date - 27 November 2017
Price - £50
To pre-order a copy please email: edoardo@gingkolibrary.com


See: https://www.gingko.org.uk/title/the-mercantile-effect/





Η αρχαιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται κατ’εξοχήν με τον τόπο και τη συγκρότησή του σε πολιτισμικό τοπίο και η οποία μας εισαγάγει στην εννόηση του τοπίου υπό συγκεκριμένη μορφή. Οι τόποι δεν αποτελεί πλέον μέρη ενός συνεχούς και αχανούς χώρου αλλά υπάρχουν στις διαφορές τους. Αποτελούν τα τεκμήρια μιας επιλογής, τα διακριτικά στοιχεία μιας δέσμευσης. Οι τόποι αποκτούν έτσι μια πλεονασματική διάσταση ως τοπωνύμια, αρχιτεκτονικές κατασκευές, υλικά κατάλοιπα, κ.ο.κ., καθίστανται μνημονικοί και αναμνηστήριοι, ησυχάζει σ’ αυτούς η μνήμη, η παράδοση, η ιστορία αλλά και η ανησυχία, οι μετακινήσεις, οι εχθροπραξίες και η καταστροφή. Το πολιτισμικό τοπίο είναι ο τόπος όπου ενοικεί η βιομέριμνα. Η παρουσία σε αυτό των οργανικών πραγμάτων είναι υπό συγκεκριμένη μορφή, καθώς υφίστανται στον ιστορικό χρόνο όχι ως απλή παρεύρεση, αλλά ως φανέρωση όπου κατά τον τρόπο της παρεμβατικότητάς τους τα πράγματα βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας και μας καλούν να τα διεκπεραιώσουμε. Ιδωμένα ακριβώς στην πρακτική τους σχέση με τον κόσμο, τα πράγματα αντιπροσωπεύουν μια ολικής μορφής τάξη. Ο χώρος περισυλλέγεται μέσω του τόπου, δηλαδή μέσω ενός πράγματος ομοειδούς σε ονοματοθεσίες/τοπωνύμια, κατασκευές και έτσι οι χώροι προσλαμβάνουν την ουσία τους από την οργανικότητα των πραγμάτων που συγκροτούν τους τόπους. Σε αυτή την οργανικότητα των πραγμάτων μας εισάγει ο πέμπτος τόμος των Πρακτικών Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Ελίκη και Αιγιάλεια υπό τον τίτλο Helike V. Ποσειδών. Ο Θεός των Σεισμών και των Υδάτων. Λατρεία και Ιερά σε επιμέλεια της δρ. Ντόρας Κατσωνοπούλου.

Σε κοινή θεματική ανήκουν δύο πρώτα άρθρα του τόμου που επιχειρούν, βασιζόμενα στα νομισματικά δεδομένα και ειδικότερα στην εικονογραφία των νομισμάτων της Ελίκης να αποκαταστήσουν τη σχέση της πόλης με τους γείτονες και τις αποικίες της, αλλά και το εάν και κατά πόσο αυτή συνέχισε να υφίσταται και μετά τον καταστροφικό σεισμό του 373 π.Χ. Ειδικότερα, στο άρθρο της Ντόρας Κατσωνοπούλου Καθ. Αρχαιολογίας, Πρόεδρου της ΕΦΑΕΛ και επιμελήτριας του τόμου, με τον τίτλο ΝΕΟ ΤΕΡΕΣ  ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΙΚΩΝΙΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΙΚΗ (ΙV), η συγγραφέας μάς αναλύει αρχικά τις απεικονίσεις του Ποσειδώνα, με αφορμή τις αναπαραστάσεις του στα νομίσματα της Ελίκης και τα γνωστά του σύμβολα την τρίαινα και το δελφίνι. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό του θεού είναι ο ιππόκαμπος, γνωστό από τις λογοτεχνικές πηγές οι οποίες αναφέρονται στο χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα που κρατούσε στο ένα χέρι έναν ιππόκαμπο, στο λιμάνι της Ελίκης. Το σύμβολο αυτό απαντά σε νομίσματα ενός πλήθους αρχαίων πόλεων. Ένα τέταρτο σύμβολο, αυτό του ταύρου, συνιστά και το σύμβολο των πρώιμων νομισματικών κοπών της Σιβάρεως, της πιο σημαντικής αποικίας των Αχαιών στη Μεγάλη Ελλάδα που ιδρύθηκε από την Ελίκη γύρω στο 730 π.Χ. Ένα πέμπτο σύμβολο είναι ο ίππος και βέβαια ιδιαίτερα διαδεδομένη υπήρξε η λατρεία του Ίππιου Ποσειδώνα. Όλα τα προαναφερθέντα σύμβολα μας παραπέμπουν στον πρωταρχικό χαρακτήρα του θεού ως θεού των υδάτων και των σεισμών. Παράλληλα με την εικονογραφία του Ποσειδώνα η συγγραφέας του άρθρου αναφέρεται και στις διάφορες λατρευτικές πρακτικές της αρχαιότητας προς τιμήν του θεού.

Είναι πιθανόν πως οι νομισματικοί τύποι της Ελίκης μας συνδέουν με τη λατρευτική εικόνα του θεού στον ομώνυμο ναό της πόλης. Το άγαλμα του Ποσειδώνα από την Ελίκη πιθανότατα τον απεικόνιζε καθιστό να κρατά στο ένα χέρι τρίαινα και στο άλλο δελφίνι, μια εικονογραφία γνωστή σε νομισματικές κοπές με απεικονίσεις του θεού κατά τον 3ο αι. π.Χ. από τον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, η λατρευτική εικόνα του ένθρονου Ποσειδώνα στον ναό της Ελίκης δεν θα πρέπει να συγχέεται με το άγαλμα του όρθιου Ποσειδώνα του 4ου αι. π.Χ. στον πόρο της Ελίκης που αναφέρει ο Ερατοσθένης ο οποίος κρατά τρίαινα στο ένα χέρι και ιππόκαμπο στο άλλο. Η συγγραφέας, εκτός από τους εικονογραφικούς τύπους του Ποσειδώνα, αναφέρεται επίσης  στην επιγραφή ΕΛΙΚ στον οπισθότυπο των νομισμάτων της πόλης, την οποία συνδέει πιθανότατα με το λατρευτικό επίθετο του θεού παρά με το εθνωνυμικό όνομα της πόλης και υποστηρίζει ότι η κοπή των νομισμάτων θα πρέπει να έχει άμεση σχέση με τη λατρεία του Ποσειδώνα και να συνδέεται με μια εποχή έντονου ανταγωνισμού μεταξύ της Ελίκης και του Αιγίου για την ηγεμονία των Αχαιών. Αυτή η αντιπαράθεση μπορεί να εντοπιστεί στην αναφερόμενη από τους Στράβωνα και Διόδωρο ιωνική αποστολή στην Ελίκη. Σύμφωνα με την εκτενή αναφορά του Διοδώρου, οι Ίωνες της Μ. Ασίας ταξίδεψαν στην Ελίκη για να ζητήσουν άδεια θυσίας στον προγονικό βωμό του Ποσειδώνα με αφορμή τη μεταφορά του Πανιωνίου ιερού τους σε μια νέα ασφαλή θέση κοντά στην Έφεσο λόγω των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή. Οι κάτοικοι της Ελίκης δεν επέτρεψαν τη θυσία υποστηρίζοντας ότι το ιερό ήταν αποκλειστικά δική τους ιδιοκτησία. Ωστόσο, ο Στράβων διευκρινίζει ότι το αίτημα απευθύνθηκε πρώτα στην Ελίκη και μόνο μετά την άρνησή της οι άποικοι στράφηκαν στο Κοινό των Αχαιών. Το γεγονός, σύμφωνα με την νέα ερμηνεία της συγγραφέως, θα πρέπει πιθανότατα να τοποθετηθεί μετά το 373 π.Χ. Είναι η εποχή όπου η υποβαθμισμένη κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά Ελίκη είδε να αναδεικνύεται κυρίαρχο στο κοινό των Αχαιών το γειτονικό Αίγιο. Ωστόσο, η Ελίκη φαίνεται πως εξακολουθούσε να έχει υπό τον έλεγχό της την αρχαία λατρεία του Ποσειδώνα. Πιθανόν, μετά την καταστροφή, η λατρεία του Ποσειδώνα μεταφέρθηκε από τους κατοίκους της πόλης σε μια ασφαλέστερη τοποθεσία, πιο κοντά στην ενδοχώρα και στην περιοχή της ακρόπολής της. Η θέση του Αγίου Γεωργίου διατηρεί κατάλοιπα χρήσης πριν, αλλά και μετά το σεισμό. Έτσι, στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού Αιγίου και Ελίκης, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και η ιδιοποίηση σε νομίσματα του Αιγίου της στεφανωμένης κεφαλή του Διός, δηλαδή η αντιγραφή του προγενέστερου χρονολογικά εικονογραφικού τύπου του εστεμμένου Ποσειδώνα σε νομίσματα της Ελίκης, αλλά και η μεταφορά του χώρου όπου πλέον θα συνεδρίαζε το Κοινό των Αχαιών από το Ιερό του Ποσειδώνα στην Ελίκη στο ιερό του Διός στο Αίγιο.

Η συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην επιβίωση της πόλης και μετά τον σεισμό, καθώς μετά τα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου αι. διαπιστώνεται ανασκαφικά η ύπαρξη ενός σημαντικού και οργανωμένου οικισμού. Επίσης, η χρονολογία της ιωνικής αποστολής συμπίπτει με τη νέα χρονολογία του ύστερου 4ου αι. που αφορά στην επανίδρυση, όπως θα δούμε, του Πανιωνίου στην Μ. Ασία και της λατρείας του Ελικωνίου Ποσειδώνα.

Στο δεύτερο άρθρο του τόμου, ο R. Weir, Καθηγητής Αρχαίας Νομισματικής στο Παν. Windsor του Καναδά, συνεργάτης του Ερευνητικού Προγράμματος Αρχαίας Ελίκης και μελετητής των νομισμάτων από τις ανασκαφές της Ελίκης, .βασιζόμενος στα εικονογραφικά και μετρολογικά δεδομένα τεσσάρων νομισμάτων της Αρχαίας Ελίκης, τριών χάλκινων και ενός αργυρού, τοποθετεί την κοπή τους πολύ αργότερα από το καταστροφικό γεγονός του 373 π.Χ. και ειδικότερα γύρω στο 300 π.Χ. και τα συνδέει επιπλέον με τη λατρεία του Ελικωνίου Ποσειδώνα. Στο άρθρο, επίσης, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι είναι πιθανόν τα νομίσματα της Ελίκης να παρήχθησαν για κάποια θρησκευτική περίσταση, σε μικρό αριθμό και ως αναμνηστικά και ίσως με αφορμή κάποιες εορταστικές εκδηλώσεις που θα εξακολουθούσαν να υφίστανται προς τιμήν του Ελικωνίου Ποσειδώνα.

Τα τρία επόμενα άρθρα, που ανήκουν στην ίδια θεματική, μας μεταφέρουν στην Μ. Ασία και ειδικότερα στην οροσειρά της Μυκάλης (σημερινή θέση Dilek Dağları), σε μια προσπάθεια να επιβεβαιωθεί η θέση του οικισμού της Μελία και του Πανιωνίου ιερού της αφιερωμένου στον Ελικώνιο Ποσειδώνα. Το άρθρο του Hans Lohmann, Καθηγητή Αρχαιολογίας στο Παν. Rhur της Γερμανίας και Διευθυντή των Ανασκαφών Ιωνίας Μ. Ασίας στην Τουρκία, με τον τίτλο Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΕΛΙΚΩΝΙΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΣΤΗ ΜΥΚΑΛΗ (DILEK DAḠLARI) The Discovery of the Sanctuary of Poseidon  Helikonios in the Mycale (Dilek Daḡları) εστιάζεται στην έρευνα για την ανακάλυψη της Μελίας και του αρχαϊκού Πανιωνίου στην Μ. Ασία. Ο συγγραφέας βασίστηκε σε επιφανειακή έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε στο δυτικό ήμισυ του όρους Çatallar το 2001, ενώ το 2004 επεκτάθηκε στην ανατολική του πλευρά.
Ας κάνουμε μια ιστορική αναδρομή της έρευνας στην περιοχή. Δυτικά του σημερινού χωριού Güzelçamlı είχε εντοπιστεί μια οχύρωση του α΄ μισού του 7ου αι. π.Χ. Ήδη το 1906 ο διάσημος φιλόλογος von Wilamowitz-Moellendorff είχε ταυτίσει την οχύρωση με το Κάριον φρούριον, η αναφορά του οποίου απαντά περισσότερες από 18 φορές στην επιγραφή αρ. 37 της Πριήνης των αρχών του 2ου αι. π.Χ., που είναι από τα πιο σημαντικά κείμενα για την ιστορική τοπογραφία της οροσειράς της Μυκάλης.

Το 1967 οι ερευνητές G. Kleiner και P. Hommel, ακολουθώντας ελληνιστικά επιγραφικά δεδομένα, ταύτισαν την τοποθεσία στο λόφο Kale Tepe με τον αρχαίο οικισμό της Μελίας, μιας πόλης που είχε καταστραφεί από τις συμμαχικές δυνάμεις των Ιώνων στον επονομαζόμενο Μελιακό πόλεμο, ο οποίος φαίνεται πως έλαβε χώρα πριν τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. και αφορούσε σε μια σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες αποίκους και στον τοπικό πληθυσμό της Καρίας. Ο αυτόχθονος πληθυσμός που μαρτυρείται στην περιοχή από την εποχή του σιδήρου απομακρύνθηκε με τον πόλεμο. Οι ανασκαφές, ωστόσο, στο περιμετρικό τείχος του  Kale Tepe, στις βόρειες υπώρειες του όρους της Μυκάλης, στον λόφο Kale Tepe δυτικά του χωριού, Güzelçamlı από τους  Kleiner και Hommel στα τέλη του 1950 δεν εντόπισαν κάποιον οικισμό, πέρα από σποραδικές οικίες του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. Η εν λόγω όμως θέση δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί με την αρχαία Μελία. Η τελευταία, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, δεν επρόκειτο για μια μικρή και ασήμαντη πόλη και το περιμετρικό τείχος στο λόφο του Kale Tepe δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση στη σημαντική αυτή αρχαία πόλη.

Μια επιγραφή που βρέθηκε στα 1673 στην εκκλησία της Παναγίας στο χωριό  Güzelçamlı στις βόρειες υπώρειες της οροσειράς της Μυκάλης, η οποία και αναφέρεται στο Πανιώνιο, ώθησε τον Theodor Wiegand, πρώτο ανασκαφέα της Πριήνης και της Μιλήτου, να τοποθετήσει το Πανιώνιο, ήδη στα 1898, στον χαμηλό λόφο Otomatik Tepe, 1,2 χιλ. ανατολικά του χωριού Güzelçamlı. Στην κορυφή του λόφου διατηρούνται τα κατάλοιπα ενός βωμού και ένα ημικυκλικό κοίλον θεάτρου ορατό στη δυτική πλευρά του λόφου. 

Ωστόσο, τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας του Hans Lohmann προσφέρουν τώρα μια διαφορετική ερμηνεία των ευρημάτων. Το επονομαζόμενο Πανιώνιον στη θέση Otomatik Tepe δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ και έμεινε ημιτελές. Στην πραγματικότητα, το ιερό ήταν υπό κατασκευή και ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Μια δεύτερη επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στο παλαιό τζαμί του Güzelçamlı ξεκάθαρα μιλά για επανίδρυση του Πανιωνίου και ρυθμίζει τις οικονομικές συνεισφορές της Ιωνικής Συμπολιτείας. Η προσπάθεια να ξαναζωντανέψει η λατρεία του Ελικωνίου Ποσειδώνα στο  Güzelçamlı γύρω στο 300 π.Χ. σχετίζεται πιθανότατα με την τυραννία του Ιέρωνα στην Πριήνη και με κάποιους αριστοκράτες της Πριήνης που βρήκαν καταφύγιο στο «Κάριον φρούριο» στο Kale Tepe. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην ελληνιστική περίοδο, όπως προκύπτει από δύο τιμητικά ψηφίσματα, η λατρεία του Ελικωνίου Ποσειδώνα μεταφέρθηκε στην Πριήνη. Η προσπάθεια λοιπόν να αναγεννηθεί η λατρεία του Ποσειδώνα και οι εορτές των Πανιωνίων στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. φαίνεται πως συνδέονται με την επανίδρυση της Πριήνης και ειδικότερα με την τυραννία του Ιέρωνα.

Στο άρθρο των Hans Lohmann και Ozge Ozgul, Υποψ. Δρ Αρχαιολογίας στο Παν. Rhur της Γερμανίας και μέλος της ερευνητικής ομάδας των Ανασκαφών Ιωνίας Μ. Ασίας στην Τουρκία, με τον τίτλο O OΧΥΡΩΜΕΝΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΑ ΣΤΟ ҪATALLAR TEPE (The Fortified Carian Settlement of Melia  at Ҫatallar Tepe) καταβάλλεται μια συστηματική προσπάθεια να αποδειχθεί πως καμία από τις προηγούμενες θεωρήσεις, ούτε τα κατάλοιπα στη θέση Otomatik Tepe στα ανατολικά του χωριού Güzelçamlı, του ύστερου 4ου αι. π.Χ., ούτε η τοποθεσία Kale Tepe, δυτικά του χωριού, δεν αντιπροσωπεύουν τη σημαντική θέση της Καρίας με την ονομασία Μελίη ή Μελία. Η θέση της αρχαίας Μελίης και του αρχαϊκού Πανιωνίου εντοπίστηκαν το 2004 σε μια τειχισμένη θέση στη  νοτιοδυτική πλαγιά της οροσειράς Çatallar που κάλυπτε εντός των τειχών μια έκταση 5 εκταρίων. Πρόκειται για μια θέση που προσφέρει εντυπωσιακή θέα τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια Ιωνία και που ήταν παντελώς άγνωστη στους αρχαιολόγους παρόλη την εντυπωσιακή κατάσταση της διατήρησής της. 

Στο εσωτερικό της τειχισμένης θέσης ανακαλύφθηκε ένας ναός των μέσων του 6ου αι. π.Χ. και ένας αρχαιότερος ναΐσκος του 7ου αι. π.Χ. Ο κεντρικός λατρευτικός χώρος, σε αυτόν τον οχυρωμένο οικισμό ανακαλύφθηκε το 2005 κατά τη διάρκεια της πρώτης ανασκαφής, οπότε και ανασκάφθηκε ο ναός των μέσων του 6ου αι. Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε το 2006. Κάτω από τον ναό του 6ου αι. π.Χ. υπήρχε ένας ναΐσκος του 7ου αι. π.Χ. Για λόγους ευσέβειας, ο μικρότερος ναΐσκος δεν αφαιρέθηκε και ενσωματώθηκε στον νεότερο ναό. Τα πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα και η κεραμική επιτρέπουν μια ακριβή χρονολόγηση του αρχαιότερου ναού την περίοδο 640-600 π.Χ. Ο ναΐσκος είχε ήδη ερειπωθεί όταν χτίσθηκε ο νεώτερος ναός.

Ο  H. Lohmann ταύτισε τον οικισμό στο όρος Çatallar με την Μελία. Η τελευταία ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα και εγκαταλείφθηκε γύρω στο 600-590 π.Χ. Η πόλη καταστράφηκε πιθανόν από την Ιωνική Συμπολιτεία. Το γεγονός αυτό συνδέεται πιθανότατα με τον Μελιακό πόλεμο των αρχαίων πηγών. Γύρω στο 570-560 π.Χ. ιδρύθηκε το αρχαϊκό Πανιώνιο πάνω στην κεντρική λατρευτική θέση του καρικού οικισμού, αλλά καταστράφηκε είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, γύρω στο 550 π.Χ.

Συνεπώς, από τα δεδομένα των ανασκαφικών και επιτόπιων ερευνών προέκυψε μια πρώτη χρονολογική αποκατάσταση της ιστορίας του χώρου. Η πρώτη οχύρωση εντοπίζεται στο Kale Tepe δυτικά του Güzelçamlı στο α΄ μισό του 7ου αι. Γύρω στα μέσα του αιώνα ο αυτόχθων πληθυσμός βρήκε καταφύγιο στην οροσειρά Catallar, οπότε και άρχισε να οχυρώνει τη μεγάλη αυτή θέση προς τα τέλη του αιώνα. Αλλά πριν ακόμη ολοκληρωθεί το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα ο οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε. Μεγάλο μέρος των τειχών δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Στο τρίτο άρθρο, αυτό του F. Hulek, Δρ Αρχαιολόγου, Λέκτορα στο Παν. της Κολονίας της Γερμανίας και ειδικού μελετητή αρχαίων ναών, και μέλους της ερευνητικής ομάδας των Ανασκαφών Ιωνίας Μ. Ασίας, το οποίο ανήκει στην ίδια θεματική κατηγορία, με τον τίτλο Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΪΚΟΥ ΝΑΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ÇATALLAR TEPE, επανερχόμαστε στον οχυρωμένο οικισμό στην κορυφή Çatallar Tepe όπου την περίοδο 2005-2007 ήρθαν στο φως τα ερείπια ενός αρχαϊκού ναού, μήκους 28,8 μέτρων, με πρόναο με οκτώ κίονες, έναν ναό τετράγωνης κάτοψης και μια μεγάλη λέσχη. Η ανασκαφή έφερε στο φως 600 περίπου αρχιτεκτονικά μέλη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ ο συνδυασμός ναού και λέσχης. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο στο Çatallar Tepe συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο δύο αρχιτεκτονικές κατασκευές, έναν ναό με ένα χώρο συμποσίου κάτω από την ίδια στέγη. Ο αρχιτέκτονας, κατά κάποιον τρόπο, μιμήθηκε το σχέδιο των δίπτερων ναών των μέσων του 6ου αι. π.Χ. Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. έχουμε δεδομένα που υποδηλώνουν τον εορτασμό λατρευτικών γευμάτων εντός των ναών. Στον 6ο αι. π.Χ. ναός και συμποσιακό δωμάτιο αποτελούσαν πλέον ξεχωριστούς χώρους. Στην περίπτωσή μας οι δύο χώροι βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη, αλλά όχι στο ίδιο δωμάτιο. Ο Lohman θεωρεί ότι στον ναό του 6ου αι. συγκεντρώνονταν για τα λατρευτικά τους γεύματα οι εκπρόσωποι των ιωνικών πόλεων που συγκροτούσαν την Ιωνική Συμπολιτεία (Πανιώνιο).

Συμπερασματικά και από όσα τεκμαίρονται από τα πέντε άρθρα, διαπιστώνεται πως από την ανάλυση των δεδομένων των νομισμάτων, της εικονογραφίας τους, του ιστορικού γεγονότος της ιωνικής αποστολής, της επανίδρυσης του Πανιωνίου στην Μ. Ασία και των πολύτιμων ανασκαφικών δεδομένων της Ελίκης η πόλη εξακολούθησε να υφίσταται και μετά τον σεισμό του 373. π.Χ., έστω και αν είχε απολέσει την προγενέστερη οικονομική και πολιτική της αίγλη. 



























Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης "Θεόδωρος Παπαγιάννης" στο Ελληνικό Ιωαννίνων: Μια περιφερειακή καινοτόμα προσπάθεια πολιτισμικής διαχείρισης
Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017



Η παραδειγματική περίπτωση που επιλέγουμε ως πρόταση ανάγνωσης μιας καινοτόμου πολιτισμικής διαχείρισης σε περιφερειακό επίπεδο ανήκει στα γεωγραφικά όρια του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, στην Ήπειρο, και έχει ως κεντρικό άξονα το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ‘Θεόδωρος Παπαγιάννης’ στο χωριό Ελληνικό (πρώην Λοζέτσι)–τόπο καταγωγής του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη, ομότιμου καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το εν λόγω Μουσείο, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2009, στεγάζεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Δημοτικού Σχολείου του χωριού. Η παραδειγματική μας περίπτωση συνδέεται άρρηκτα με τον αγροτικό χώρο και τους καταναγκασμούς του και με τις περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες. Υπηρετεί το τοπικό και αποτελεί για τον τόπο που φιλοξενεί το Μουσείο πλεονέκτημα οικονομικής ανάπτυξης και ουσιαστικά μετασχηματίζει την πρακτική σχέση με τον τόπο σε θετική αξία, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το παράδειγμά μας ανήκει στις πηγές της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου και θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα με την αξιοποίησή του στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη. Η αξιοποίηση βασίζεται σε ένα τρίπτυχο όπου προτείνονται νέοι τύποι δράσης, οι οποίοι συνδυάζουν την κοινωνική/κοινοτιστική, την οργανωτική και την παιδαγωγική καινοτομία, τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, αλλά και μια νέου τύπου τουριστική ανάπτυξη διαμέσου της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η πρόταση της πολιτισμικής διαχείρισης με αναφορά το Μουσείο ‘Θεόδωρος Παπαγιάννης’ οργανώνει, ως ποιοτικό εργαλείο ανάπτυξης, πρακτικές οι οποίες δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά στη θεσμοποίηση δράσεων εθελοντισμού, στην επανανοηματοδότηση της πολιτισμικής τοπικής ταυτότητας, στην ενδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων με πράξεις που προτρέπουν σε μια νέα μορφή καλλιέργειας, η οποία έχει ως βάση την καλλιτεχνική δημιουργία.

Η μουσειακή συλλογή του Μουσείου ‘Θεόδωρος Παπαγιάννης’, αλλά και τα υπαίθρια γλυπτά γύρω από αυτό, δημιουργούν ένα νέο πολιτισμικό κεφάλαιο που αξιοποιεί τη μνήμη του τόπου, και πηγάζει από τη δημιουργική ικανότητα του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη να επαναδιαπραγματευτεί, να μορφοποιήσει, να μετασχηματίσει την πρωτογενή ύλη των καταναγκασμών του περιβάλλοντος χώρου. Δημιουργείται λοιπόν μια νέα συμβολική τάξη αναγώγιμη, ως προς τις επιρροές της, ασφαλώς στις αντικειμενικές συνθήκες του τόπου, αλλά ως προς τη μορφολογία της επανασυγκροτεί τα πράγματα εκτός του χώρου της φύσης και της τάξης της ιστορίας.

Εκτός από τον κατ’εξοχήν μουσειακό χώρο, τα υπαίθρια γλυπτά που τοποθετήθηκαν στη διαδρομή από την είσοδο του Ελληνικού μέχρι το Μουσείο ‘Θεόδωρος Παπαγιάννης’ και από αυτό μέχρι τη μοναστήρι της Τσούκας (αποτέλεσμα οκτώ θερινών Συμποσίων Γλυπτικής που πραγματοποιήθηκαν το 2011 έως και φέτος), όπου και το πέρας της νοητής πεζοπορικής διαδρομής, δημιουργούν με τη σειρά τους ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον εντός του οποίου συνδέεται ένας προϋπάρχων θρησκευτικός τόπος λατρείας με ένα μουσείο. Τα υπαίθρια έργα αναπαράγουν, συναθροίζουν και συγχρονίζουν με τους δικούς τους όρους, με την ασυνέχειά τους, τις μεγάλες συνέχειες του εν λόγω πολιτισμικού περιβάλλοντος, όπως, επί παραδείγματι, το ιερό, ο προσκυνητής, η θεία λειτουργία, η πίστη, η αιωνιότητα, το βουνό, η διατροφή, το κοπάδι του κτηνοτρόφου, οι νέες τεχνολογίες, τα περιβαλλοντικά προβλήματα, η σημασία της ανακύκλωσης.

Οι μικροί τόποι βίωναν στο προβιομηχανικό περιβάλλον έναν συνεχή χρόνο, ο οποίος και θεμελίωνε τη στενή σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Θεμέλιο της ιστορίας των τόπων και των τοπικών προβιομηχανικών κοινωνιών ήταν η συνέχεια του χρόνου, τόσο στην παραγωγή των αγαθών όσο και τη φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής. Η σύγχρονη σκέψη, αντίθετα, εγκαθίδρυσε έναν νέο τρόπο ανάγνωσης του τόπου που στηρίχθηκε στις μεγάλες ασυνέχειες, όπως ακριβώς και οι προσπάθειες που έλαβαν χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες για την τουριστική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών.

Το ενιαίο πολιτισμικό περιβάλλον των προβιομηχανικών τόπων να σκέφτονται συνάμα το τοπίο και το χρόνο ως διαδοχές στον κύκλο της φύσης και της ζωής βασιζόταν στις συνθήκες της καταγωγικής σχέσης με το παρελθόν και της διαρκούς επιστροφής, όπως ο κύκλος των εποχών, ο κύκλος των ετήσιων εορτών, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου, ο κύκλος των ανδρών που αναχωρούσαν και επέστρεφαν μετά από μεγάλα διαστήματα απουσίας για εργασίες έξω από τα όρια του χωριού τους, και πολύ συχνά σε μεγάλες αποστάσεις. Σε αυτή τη συνέχεια στην αντίληψη του χρόνου θα πρέπει να αναζητηθεί η ιδιάζουσα ιστορικότητα του ορεσίβιου προβιομηχανικού ανθρώπου και γύρω από αυτόν τον κύκλο χτίστηκε η συνείδηση της ιστορικότητας των μικρών τόπων. Κατά συνέπεια, κάθε νέα μορφή διαχείρισης του πολιτισμικού περιβάλλοντος θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται τη σχέση με το τοπίο όχι ως μια αυθαίρετη παρέμβαση που διευρύνει την εκμετάλλευση του φυσικού από το ανθρώπινο στοιχείο, αλλά ως μια διαδικασία πολιτικής συνειδητότητας που συμπεριλαμβάνει από τη συντήρηση των παλαιών πεζοπορικών διαδρομών μέχρι την ερμηνεία του πολιτισμικού περιβάλλοντος, όπου ενοικούν, λ.χ., ταυτοχρόνως το υπερβατικό του θεού έως εκείνη η συνθήκη της ντοπιολαλιάς.

Γνωρίζουμε πως το πολιτισμικό τοπίο με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις καθίσταται ένα τοπίο όπου πολλαπλασιάζεται η τεχνική ως υπόσταση και συνεπώς το τοπίο συμμετέχει στην οικουμενικοποίηση της τεχνικής. Καθίσταται παραδειγματικό στη σημειολογία των τεχνικών αλλαγών. Η ανάπτυξη των τεχνικών, από τη μια, κατασκευάζει εντός του τοπίου μια εκμηχάνιση της ζωής και, από την άλλη, μια περιθωριοποίηση της φυσικής υπόστασης του χώρου χάριν της τεχνικοποίησης. Ό,τι προστίθεται (ή αλλιώς αφαιρείται από τη φύση λόγω της παρέμβασης) είναι το νέο, η άρση των καταναγκασμών της φύσης, ενώ ό,τι παραμένει στη φύση και τη ζωτικότητά της είναι η παράδοση, ο συνεχής και επαναλαμβανόμενος χρόνος των αναγεννήσεών της και των θανάτων της.

Ένα πολιτισμικό τοπίο δεν είναι μόνο αυτό που αποκαλύπτει. H σπουδαιότητα έγκειται στο γεγονός ότι πολλά από τα βασικά δομικά στοιχεία συγκρότησης του πολιτισμικού τοπίου αποκρύπτονται. Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα: ένα μεμονωμένο γεφύρι της προβιομηχανικής περιόδου γεφυρώνει, εκ πρώτης όψεως, έναν  ποταμό, καθιστά εύκολο το πέρασμα και απομακρύνει τον κίνδυνο διάβασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου το νερό είναι άφθονο. Το γεφύρι, όμως, ταυτοχρόνως είναι και το δίκτυο των σχέσεων μεταξύ των χωριών, το δίκτυο των εμπορικών δρόμων και των επαφών, τα ταξίδια των εμπόρων και των ταξιδευτών, η διακίνηση των αγαθών και των ζώων, αλλά και οι θρύλοι για το στερέωμα που πιθανόν να απαιτούσε ανθρωποθυσία. Στην ουσία, ανήκει στα δεδομένα εκείνα που ως στοιχεία ανθρωπογενούς παρέμβασης καθορίζουν την ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον του, την απουσία της διακινδύνευσης, τη χαλιναγώγηση των στοιχείων της φύσης και την άρση των καταναγκασμών της. Ένα γεφύρι δεν είναι απλά, λοιπόν, η επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος, αλλά και η τεχνική αρτιότητα των μαστόρων του, η ιστορική ανάδυση των τεχνικών μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και η ίδια η ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν, να εμπορευτούν, να ξενιτευτούν για εύρεση εργασίας. Το γεφύρι είναι και το άδειασμα του εργατικού δυναμικού των ορεινών όγκων στις πεδινές περιοχές για εξεύρεση εργασίας.

Κατ’ουσίαν, ένα γεφύρι είναι η άρση ενός εμποδίου, αλλά και ένα σύνολο τεχνικών γνώσεων μεταβιβάσιμων εμπειρικά που κατάφεραν τελικά να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά απέναντι στο εμπόδιο του ποταμού. Αλλά και το τοπίο με την παρουσία του γεφυριού αρχίζει να συμμετέχει στην ιστορία των ανθρώπων. Αρχίζουν να εναποτίθενται σε αυτό οι αποφασιστικές πρόοδοι στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των τοπικών κοινωνιών, οι αλλαγές στην οικονομία των όμορων του γεφυριού περιοχών, οι δυνατότητες που προσφέρει στην ανάγνωση του πολιτισμικού τοπίου το πράγμα γεφύρι, αλλά που θα πρέπει όμως να το εκλάβουμε ως ένα όργανο ανοιχτό προς τις τρεις διαστάσεις ενός ευρύτερου χώρου. Το γεφύρι στην οργανικότητά του μπορεί να εμφανιστεί ως ένα σύνολο συνθηκών που καθιστούν ορατή την ιστορία των ανθρώπων. Εγγράφει την ιστορία των ανθρώπων στο πολιτισμικό τοπίο.

Μπορεί συνάμα να ησυχάζει σε αυτό η ακινησία των υλικών του, αλλά γύρω του αναπτύσσεται ένα πλέγμα συνθηκών και καταστάσεων που το μεταφέρουν, καθώς αυτό λειτουργεί ως συνθήκη μεταφοράς, σε διαφορετικούς τόπους. Το γεφύρι έτσι υπάρχει υπό τη διπλή έννοια: να τοπιογραφεί την ιστορία και να τοπιογραφείται το ίδιο εντός της ανθρώπινης συνείδησης. Υπάρχει ταυτόχρονα ως εκείνο που γεφυρώνει διαφορές και συγκοινωνεί αποστάσεις, αλλά και ως εκείνο που συμβάλλει στην προώθηση των μεταφορών, «ανοίγει» τους ανθρώπους στο χώρο, πέρα από τα κλειστά όρια της κοινότητάς τους.

Υπό την οπτική αυτή θα πρέπει να προσληφθεί και να μελετηθεί η μουσειακή συλλογή που φιλοξενεί το Μουσείο αλλά και ο εκθεσιακός χώρος των εξωτερικών γλυπτών που διασπά τη συμβατική αντίληψη του περιορισμού του στο κέλυφος ενός κτηρίου και εκτείνεται σε ένα μικρό ή μεγάλο τμήμα του ανθρωπογενούς τοπίου, εμπεριέχοντας και αναδεικνύοντας τις διάφορες παραμέτρους που το ταυτοποιούν. Το μουσείο είναι μα κατ’εξοχήν συνθήκη μεταφοράς.

Ειδικότερα, το παράδειγμά μας λειτουργεί ανασχετικά, εν είδει ενός μηχανισμού αντιστάθμισης, απέναντι σε οικονομικές δυσχέρειες δεκαετιών που σημάδεψαν τη ζωή της φτωχής σε οικονομικούς πόρους και προϊόντα Ηπειρωτικής ενδοχώρας. Επιτρέπει, ακριβώς, την υπέρβαση απέναντι στη βραδύτητα της οικονομικής ένδειας που καθόρισε για δεκαετίες τη ζωή των ανθρώπων στο Ελληνικό. Συμβάλλοντας στην υπέρβαση των στερήσεων και των καταναγκασμών του ορεινού περιβάλλοντος, όπου οι άνθρωποι ίσα που κέρδιζαν τα απαραίτητα για να ζήσουν, σε μια περιοχή που μαστιζόταν από τη μετανάστευση του πληθυσμού προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στα μεγάλα αστικά κέντρα εντός της χώρας, αλλά και εκτός συνόρων, μετατοπίζει τα ακίνητα όρια των δεδομένων συνθηκών ύπαρξης όπως τα συγκρατούσε για αιώνες η τοπική ιστορία. Επρόκειτο για μια ιστορία όπου οι άνθρωποί της βίωναν με τον πιο σκληρό τρόπο την εμπειρία της ανάγκης.

O υπαίθριος χώρος των γλυπτών παρέχει αυτόματα πρόσβαση σε μια νέα νοηματοδότηση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι μια νέα μορφή συμβολικής πράξης που υποδηλώνει την πρόθεση και την επιθυμία του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη και των συνεργατών του να ανασημανθεί ο χώρος και να λειτουργήσει δυναμικά σε μια συνέχεια, αυτήν που ορίζεται από τη διαδρομή Μουσείο-Μοναστήρι. Ουσιαστικά λοιπόν το ενδιάμεσο, ο ενδιάμεσος χώρος, που αποτελεί έναν πολύτιμο πολιτισμικό πόρο, είναι προσανατολισμένος προς την πρακτική λογική μιας συνέχειας μεταξύ δύο δομών διαφορετικών συμβολικών σχέσεων. Μουσείο και Μοναστήρι βρίσκονται σε δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις: το Μοναστήρι σε θέση υψηλή, σημαίνοντας τον περιβάλλοντα χώρο και όντας ορατό από απόσταση. Αντίθετα, το Μουσείο, σε χαμηλή θέση, εγγράφεται στον ευρύτερο χώρο, καθώς τα γλυπτά εξέρχονται του κλειστού δομημένου χώρου του και γίνονται υπαίθρια, καθορίζουν αισθητικά το χώρο και τον εξανθρωπίζουν. Σε σχέση με την αρχή και το τέλος της διαδρομής, σε ένα μεγάλο μέρος των έργων του Θεόδωρου Παπαγιάννη που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο αναπαράγεται, όπως προαναφέρθηκε, ο φυσικός και οικονομικός κύκλος της αγροτικής ζωής των ανθρώπων, ο αργόσυρτος αγροτικός χρόνος και ο χώρος με τους φυσικούς καταναγκασμούς, ενώ το Μοναστήρι αναπαράγει με τη σειρά του το χρόνο του Θεού, τον λειτουργικό κύκλο με το χριστιανικό αγιολόγιο, δηλαδή τον ετήσιο κύκλο με τις γιορτές των αγίων και των μαρτύρων που η κάθε μια αντιστοιχεί σε μια μέρα του χρόνου. Οι δύο αυτοί κύκλοι, φυσικός και κοσμικός, από τη μια, και αγιολογικός-λειτουργικός, από την άλλη, διαπλέκονται και συμπίπτουν. Έτσι, ο κύκλος της ζωής ταυτίζεται με τον κύκλο των διαβατήριων τελετών που στον προβιομηχανικό κόσμο λάμβαναν χώρα εντός της εκκλησίας: βάπτιση, γάμος, κηδεία, μνημόσυνο.

Υπό αυτή ακριβώς την οπτική της συνδεσιμότητας μουσείου και μοναστηριού σχεδιάσθηκε και υλοποιήθηκε η πολιτιστική διαδρομή Είσοδος Ελληνικού-Μουσείο Παπαγιάννη-μονή Τσούκας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Rando pour la culture. Το εν λόγω πρόγραμμα,, στο οποίο ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων με εκπρόσωπό του το Μουσείο συμμετείχε ενεργά ως εταίρος για το διάστημα 2014-2015, μαζί με το Γραφείο Περιβάλλοντος της Κορσικής και το Συμβούλιο της Μαγιόρκα, στόχευσε στην υλοποίηση δράσεων προκειμένου να δημιουργηθεί μία μόνιμη ευρωπαϊκή πλατφόρμα, χάρη στην οποία, οι πολίτες θα μπορούσαν να έρθουν σε επικοινωνία με την εθνολογική κληρονομιά των αγροτικών περιοχών, με την βοήθεια νέων επαγγελματιών του πολιτιστικού τομέα. Η πρόταση προέβλεπε την προώθηση της ενεργού και δημιουργικής επαφής με αυτή την πολιτισμική διάσταση των αγροτικών περιοχών μέσω της πεζοπορίας, μιας δραστηριότητας προσιτής σε όλους. Στο πλαίσιο του έργου χαράχθηκαν πεζοπορικές διαδρομές που αποτελούν πλέον το μέσο επαφής των πολιτών με την κληρονομιά στην οποία ανήκουν οι εν λόγω διαδρομές. Ταυτοχρόνως, εντοπίσθηκαν οι παράγοντες αξιοποίησης της τοπικής κληρονομιάς, καλλιτέχνες, χειροτέχνες, παραγωγοί και τοπικοί αρμόδιοι σύμβουλοι ανάπτυξης, αιρετοί και μη. Δημιουργήθηκαν επίσης διεπιστημονικές ομάδες εργασίας από ειδικούς του τουρισμού, της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ανάδειξής της, οι οποίοι υλοποίησαν μια κοινή μέθοδο με κοινά εργαλεία προστασίας και ανάδειξης της κληρονομιάς, υποστηρίζοντας τοπικά έργα και δημιουργούς.

Αν παρακολουθήσει κανείς τον προβιομηχανικό χώρο της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων θα διαπιστώσει τη στενή σχέση των ντόπιων πληθυσμών με την αγροτική οικονομία της γης και τις χαμηλές της αποδόσεις, που ίσα που εξασφάλιζαν τα στοιχειώδη αναγκαία, την ύπαρξη πληθυσμών εξαρτημένων από την κτηνοτροφική και γεωργική ύπαιθρο, την ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών δικτύων, την αλληλεξάρτηση των γεωργικών εργασιών με το χριστιανικό αγιολόγιο, την αραιοκατοίκηση του χώρου, και τις συχνές επιδημίες όπως τύφος, χολέρα και φυματίωση, την αξιοποίηση των υδάτινων πόρων για το άλεσμα των δημητριακών ή το πλύσιμο των ρούχων, τον στοιχειώδη εργαλειακό εξοπλισμό του αγροτικού σπιτιού, τη γενικότερη ανασφάλεια στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, έναν κόσμο εξαρτημένο αποκλειστικά στην επαναληπτική ανακύκληση των εποχών, τον βραδύ ρυθμό του βίου, μια οικοτεχνία, όπως λόγου χάρη η υφαντική, που κάλυπτε κατά κανόνα τις οικιακές ανάγκες, αλλά και τη βίαιη αστικοποίηση με την παγίωση κυρίως της πρωτεύουσας και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων σε κύριους χώρους επιβολής προτύπων. Τα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων, με τις φτωχές πολυμελείς οικογένειές τους και την πείνα που τους συνόδευε μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες, τροφοδοτούσαν μόνιμα με την κάθοδο των ανθρώπων τους τις γόνιμες πεδιάδες της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και τον Θεσσαλικό κάμπο, περιοχές οι οποίες πλεονεκτούσαν ως προς το επίπεδο της ζωής και την αφθονία των προϊόντων τους. Το βουνό έστελνε τον πεινασμένο υπερπληθυσμό του στα πεδινά, αυτό που η ανθρωπολογία θα αποκαλούσε περίσσευμα του ανθρώπινου φορτίου, δηλαδή άνδρες, παιδιά, τεχνίτες.

Τα εκθέματα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα της προαναφερθείσας προσέγγισης του λαϊκού πολιτισμού, αλλά και ειδικότερα του υλικού πολιτισμού, καθώς στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος του δημιουργού του βρίσκονται οι ύλες, τα εργαλεία, η παραγωγή, η συσσωρευμένη πείρα, η διαδικασία της μεταποίησης και η ενέργεια που απαιτείται στην παραγωγική και τη μεταποιητική διαδικασία, η κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού για εύρεση εργασίας, αλλά και καταστάσεις όπως το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της ενδοχώρας με την κακή διατροφή, τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των εξαθλιωμένων αγροτών, την αυξημένη θνησιμότητα, τις μέχρι πρότινος προβληματικές δυνατότητες επικοινωνίας. Κάποιες από τις θεματικές του Μουσείου αφηγούνται τη μνήμη και την καθημερινότητα, τους βασικούς εκείνους σταθμούς που προσδιόριζαν την αντίληψη για τη ζωή: εργασία και ανθρώπινος μόχθος στα χωράφια, κτηνοτροφία, αγωνία για την εξασφάλιση της διατροφής, η σημασία του ψωμιού για την υλική, αλλά και συνάμα ψυχική ζωή των αγροτικών κοινοτήτων, η μαγειρική εστία με το τζάκι, η ξενιτιά προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας, η εκπαίδευση ως μέσο και διέξοδος για μια καλύτερη ζωή και την επίτευξη ενός ανώτερου στόχου.


Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Αν θα θέλαμε να διαγράψουμε ένα νοητό δρομολόγιο με το ψωμί ως άξονα αναφοράς που θα έχει ως αφετηρία το Μουσείο και τερματισμό το Μοναστήρι θα διαπιστώναμε πως η εκτενής αναφορά στο ψωμί εντός του Μουσείου με όλα τα στάδια του κύκλου της ζωής των σιτηρών (σίτος, αλώνισμα, άλεσμα, ζύμωμα και ψήσιμο), θα δούμε πως αυτή η εθνολογική αξία με επίκεντρο την οικονομία του ψωμιού καταλήγει από τη συμβολική εστία του Μουσείου στην αγία τράπεζα του Μοναστηριού. Το ψωμί αναδεικνύεται λοιπόν σε βασική τροφή αυτογνωσίας.

Το ψωμί δεν κυκλοφορεί μόνο εντός του οίκου, αλλά και στην αγία τράπεζα, παίζοντας βασικό ρόλο στη χριστιανική λατρεία, είτε ως άρτος σώμα Χριστού στη θεία κοινωνία, είτε ως πρόσφορο, το οποίο οι γυναίκες το σφραγίζουν με μικρές ξύλινες κυκλικές σφραγίδες, είτε ως σίτος (κόλλυβα). Ο άρτος δεν υποδηλώνει μόνο την κοινωνική ευημερία, αλλά και τις σχέσεις αλληλεγγύης, όπως αυτές συμπυκνώνονται στην παροιμιώδη έκφραση «φάγαμε ψωμί και αλάτι μαζί». Το ψωμί ήταν ιερό, γιατί ήταν η βάση της διατροφής των ανθρώπων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι ορκίζονταν στο ψωμί. Επίσης, απέφευγαν να πατήσουν τα τρίμματα που ήταν ριγμένα στο έδαφος. Άλλωστε, στον χριστιανικό κόσμο ο άρτος συμβολίζει τον Χριστό και το σώμα του.

Το ψωμί, οι καρποί της φύσης, το κρέας, το αβγό και το ψάρι αποτέλεσαν τους βασικούς διατροφικούς άξονες του ευρωπαϊκού προγράμματος «Innova_Museum». Τα Μουσεία επιστρέφουν στην τοπική κοινωνία μέσα από την τέχνη και τη διατροφή). Το έργο επιλέχθηκε για συγχρηματοδότηση από την ΕΕ στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Δημιουργική Ευρώπη - Πολιτισμός Υποπρόγραμμα (2014-2020) "Στήριξη σχεδίων ευρωπαϊκής συνεργασίας - έργα μικρότερης κλίμακας συνεργασίας".  Το έργο στοχεύει στη δημιουργία ενός δικτύου περιφερειακών μουσείων με συλλογές εξαιρετικής τέχνης που μοιράζονται μια κοινή στρατηγική ανάπτυξης κοινού και ψηφιακής προβολής γύρω από το θέμα «Τέχνη και Διατροφή" προκειμένου να αυξηθεί η επισκεψιμότητα των εμπλεκόμενων στο πρόγραμμα μουσείων από ένα κοινό που μέχρι σήμερα υποεκπροσωπείται (κυρίως άτομα ηλικίας 18-35). Εταίροι του έργου είναι η Ιταλία, η Αλβανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Σουηδία. Ο χρόνος υλοποίησης του έργου αφορά στο διάστημα 15/09/2016-15/03/2018. Στο πλαίσιο του προγράμματος επιχειρούνται: α. Να δημιουργηθεί αλλά και να δοκιμαστεί για την αποτελεσματικότητά της μια νέα κοινή μεθοδολογία ανάπτυξης κοινού που να σχετίζεται με την Τέχνη και τη Διατροφή στα περιφερειακά μουσεία, β. Να υποστηριχθούν [και να ενισχυθούν] οι δράσεις για την προσέλκυση κοινού των υπευθύνων των περιφερειακών μουσείων της ΕΕ, γ. Να ενδυναμωθεί το αίσθημα των τοπικών κοινωνιών ότι διαχειρίζονται ένα σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο μέσα από την Τέχνη και τη Διατροφή, ενθαρρύνοντας την εμπιστοσύνη στο τοπικό, αλλά και την παραγωγή νέων ιδεών, δ. Να ενθαρρυνθούν και να δημιουργηθούν νέες μορφές καλλιτεχνικής συνεργασίας ανάμεσα στους υπευθύνους των περιφερειακών μουσείων της ΕΕ και τους ντόπιους αναδυόμενους καλλιτέχνες και δημιουργούς, ε. Να υποστηριχθεί η δημιουργία μιας κοινής στρατηγικής ανάπτυξης κοινού με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Η ανάπτυξη κοινού αποσκοπεί ώστε να καλλιεργηθεί το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα, να ενθαρρυνθούν η συμμετοχή και η υποστήριξη του πολιτιστικού οργανισμού. Η ανάπτυξη κοινού είναι μια συνεχόμενη και ζωντανή διαχειριστική διαδικασία μέσω της οποίας ένας οργανισμός ενθαρρύνει ενεργούς και δυνάμει συμμετέχοντες να αναπτύξουν εμπιστοσύνη, εμπειρία και να εμπλακούν εις βάθος με τα πολιτιστικά γεγονότα του οργανισμού, συμμεριζόμενοι τις καλλιτεχνικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του. Στο πλαίσιο αυτό, οι γυναίκες του χωριού ζύμωσαν στις 11/10/2017 μικρά πρόσφορα, μαζί με παιδιά προσχολικής ηλικίας, τα οποία εκτέθηκαν για μια εβδομάδα στο μουσείο και κατόπιν, ένα γεγονός που συνέπεσε με τη διακρατική συνάντηση των εταίρων του προγράμματος, ευλογήθηκαν και μοιράστηκαν ως προσφορά στους επισκέπτες.

Στο ίδιο πλαίσιο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης», η Κεντρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και τα Αρσάκεια Σχολεία Ιωαννίνων συνδιοργάνωσαν το 3ο Δημιουργικό Εργαστήριο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στις 20 Οκτωβρίου 2017 και ώρα 11:00. Στο πλαίσιο του Εργαστηρίου πραγματοποιήθηκαν στον ισόγειο χώρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης τα εγκαίνια Έκθεσης Βιβλίου με θέμα τη διατροφή και με υλικό προερχόμενο από τις συλλογές της Βιβλιοθήκης, υπό την εποπτεία της Καθηγήτριας Λαογραφίας με έμφαση στην Ενδυματολογία στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Δρ. Μαρίνας Βρέλλη- Ζάχου, ομιλία της ίδιας στο αμφιθέατρο της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου με θέμα την παραδοσιακή διατροφή στην Ήπειρο, ενώ παράλληλα τα Αρσάκεια Σχολεία Ιωαννίνων παρουσίασαν το δραματοποιημένο παραμύθι «Το πιο γλυκό ψωμί», σε ελεύθερη διασκευή, σε επιμέλεια και σκηνοθεσία κ. Πέτρου Χριστακόπουλου. Για δύο χρόνια τώρα το Μουσείο Παπαγιάννη δημιούργησε ένα δίκτυο με άλλα δύο μουσεία της Ηπείροτυ το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων και το Μουσείο Αργυροτεχνίας του ΠΙΟΠ, με τα οποία συνεργάζεται σε μια σειρά από εξακτινωμένες δράσεις, όπως στην περίπτωση του 2ου Συμμετοχικού Εργαστηρίου του προγράμματος Innova_Museum με θέμα Να δούμε ποιός ποιός…  θα φαγωθεί, το οποίο οργάνωσαν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης», σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, το Σάββατο 06 Μαΐου 2017 στο Φετιχέ Τζαμί, στην εσωτερική Ακρόπολη (Ιτς Καλέ) του Κάστρου των Ιωαννίνων και ώρα 20:30. Η αφηγήτρια λαϊκών παραμυθιών Μαρία Μαχαίρα, με τη συνοδεία του μουσικού Αντώνη Καρασταμάτη, ζωντάνεψαν λαϊκές αφηγήσεις από την Ελλάδα, με κεντρικό θέμα την ωμοφαγία και με ιδιαίτερη αναφορά στις κανιβαλιστικές πρακτικές στη λαϊκή αφηγηματική παράδοση. Με το πέρας της εκδήλωσης, η Λέσχη Γαστρονομίας Ηπείρου προσέφερε στους συμμετέχοντες, ωμές, αλλά και μαγειρεμένες, τροφές που σχετίζονταν άμεσα με το περιεχόμενο των λαϊκών αφηγήσεων που προηγήθηκαν, με συνοδεία κρασιού. Λίγο αργότερα, το Σάββατο 20 Μαΐου 2017, πραγματοποιήθηκε στον αύλειο χώρο του Μουσείου, στο Ελληνικό Ιωαννίνων, και ώρα 19:00 το Δείπνο στα λευκά. Το Δείπνο στα λευκά, όπου απαραίτητη προϋπόθεση ήταν οι συμμετέχοντες να φορούν οτιδήποτε λευκό, απευθυνόταν σε μικρούς και μεγάλους και είχε το χαρακτήρα μιας ανοικτής στο κοινό γιορτής. Στο πρώτο μέρος της εκδήλωσης, η εκπαιδευτικός Βίκυ Μήτση, από το «Σπιτάκι των Θαυμάτων», και ο Σωκράτης Παππάς, από το κουκλοθέατρο «Αντράλα», ανέλαβαν τη δημιουργική απασχόληση των παιδιών. Με το σούρουπο υπήρξε, για μικρούς και μεγάλους, θέατρο σκιών από τον Αθηναϊκό Θίασο Σκιών και τον Άθω Δανέλλη, με το έργο το «Μαγειρείο του Καραγκιόζη». Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης ακολούθησε ένα μουσικό ταξίδι στην «Παλαιά Ευρώπη» με τους Beer for Breakfast.

Όπως κάθε χρόνο, για 8η πλέον συνεχή χρονιά, ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» και o «Όμιλος Φίλων του Μουσείου», συνδιοργάνωσαν το 8ο Συμπόσιο Γλυπτικής, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης», στο Ελληνικό Ιωαννίνων, από 19 Αυγούστου έως και 10 Σεπτεμβρίου. Στο 8ο Συμπόσιο συμμετείχαν, σε συνεργασία με τον ιδρυτή του Μουσείου, Ομότιμο καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Θεόδωρο Παπαγιάννη, οι καλλιτέχνες Βασίλης Παπασάικας, Άρης Κατσιλάκης, Έργις Χρυσικός, Σπύρος Λισγάρας και Fattos Shulli. Τα έργα που δημιουργήθηκαν εμπλούτισαν την υπάρχουσα συλλογή των υπαίθριων γλυπτών του μουσείου, τόσο εκείνα που κοσμούν την αυλή του Μουσείου, όσο και εκείνα που βρίσκονται κατά μήκος της διαδρομής από την είσοδο του Ελληνικού μέχρι και τη Μονή Τσούκας. Η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, της φετινής χρονιάς ήταν το πλήθος των παράλληλων εκδηλώσεων, η συμμετοχή φοιτητών, και η εμπλοκή των τοπικών φορέων.
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» υπηρετεί την καινοτομική πολιτιστική δραστηριότητα σε περιβάλλον περιφέρειας και συμβάλλει στην προώθηση, μέσω της προβολής των τοπικών πολιτιστικών αξιών, μιας αναπτυξιακής ιδέας με ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά και στην υλοποίηση αναγκαίων παρεμβάσεων που πρέπει να λάβουν χώρα υπέρ της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, Μουσείο και Μοναστήρι της Τσούκας λειτουργούν σε αλληλόδραση ως εκείνα τα πολιτισμικά πρότυπα που συγκροτούν το οδηγητικό πολιτισμικό υπόβαθρο της περιφερειακής πολιτιστικής ανάπτυξης. Όπως το Μοναστήρι έτσι και το Μουσείο είναι οι δύο κατ’εξοχήν τόποι που λειτουργούν υπέρ της συντήρησης της μνήμης. Κοινό πολιτιστικό στοιχείο και των δύο είναι το ψωμί, που αφορά τόσο στον κοινωνικό βίο των ανθρώπων όσο και τη λατρεία. Οι δύο τόποι είναι το ηχηρό υποκατάστατο έναντι της χρόνιας δυσανεξίας προβολής ενός ευκαιριακού και λαϊκίστικου φολκλορισμού, μια ολική παιδευτική πρόταση αναστοχασμού του παρελθόντος και της μνήμης του θρησκευτικού και του λαϊκού πολιτισμού των τελευταίων αιώνων. Μουσείο και Μοναστήρι, αν αντιμετωπιστούν ολιστικά, χαράζουν το περιεχόμενο μιας πολιτιστικής πολιτικής και δράσης στο περιβάλλον των μικρών τόπων και υπηρετούν ως ενιαίο σύνολο την πολιτιστική αποκέντρωση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν την απαραίτητη υποδομή/παρακαταθήκη που αποσκοπεί στην ανανοηματοδότηση κοσμικού και θρησκευτικού στοιχείου. Και τούτο διότι το κάθε πολιτισμικό κεφάλαιο από τη μεριά του ανανοηματοδοτεί τη μοναδικότητα της τοπιογραφίας και της ίδιας της κοινότητας του Ελληνικού, απαραίτητης προϋπόθεσης της αναπτυξιακής βιωσιμότητας των μικρών τόπων.

Ένα σημαντικό ζήτημα στο οποίο σταθερά συνυπολογίζουμε, επειδή μιλούμε για τοπικό περιφερειακό μουσείο, είναι το γεγονός ότι καταρχήν το κοινό του μουσείου είναι οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής και οι εκπρόσωποι του τοπικού πολιτισμικού κεφαλαίου. Οπότε πρώτιστα εξασφαλίστηκε η ενημέρωσή τους και στη συνέχεια  η εμπλοκή τους και η ενεργός συμμετοχή τους στις δραστηριότητες του μουσείου. Η συμμετοχή του τοπικού κοινού ενδυναμώνει το αίσθημα ότι του ανήκει μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά και δημιουργείται ένα ευνοϊκό ψυχολογικό κλίμα που λειτουργεί στην υπέρβαση των τοπικών συγκρούσεων και δυσχερειών. Οι όποιες δράσεις γίνονται σε συνεργασία με το τοπικό κοινό, ώστε το τελευταίο να μπορεί να γνωρίσει εκ των έσω την κοινωνική και δημιουργό σημασία της καλλιτεχνικής παραγωγής, να κατανοεί τη μεταγραφή της καθημερινότητάς του σε μουσειολογική πρακτική και να συμμετέχει αποκομίζοντας τη χαρά της δημιουργίας στην παραγωγή του πολιτισμικού κεφαλαίου. Έτσι, το μουσείο δεν αποτελεί έναν απόμακρο πόλο αναφοράς, αλλά αρχίζει σταδιακά να εγγράφεται στη συνείδηση των τοπικών κοινωνιών, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς τους και της ποιοτικής αναβάθμισής της.

Το μουσείο λειτουργεί ως ένας χώρος διαρκούς ποιότητας, παραγωγής καινοτομίας και ως χώρος όπου προσφέρει τον αναστοχασμό για το τοπικό και τη σχέση του με το οικουμενικό. Όσο καλός και αν είναι εκθεσιακά ένας χώρος θα προσκρούει πάντα στην εγγενή αδυναμία της επιτυχούς επικοινωνίας με το κοινό του, την οποία καλούνται να υποστηρίξουν η παιδεία των ξεναγών, των εκπαιδευτικών και ασφαλώς των ανθρώπων του μουσείου. Χρειάζεται, κατά συνέπεια, η διαμεσολάβηση της ανθρώπινης παρουσίας όπου με τη γνώση θα μετατρέπει το κοινότυπο σε καινοτομικό. Το μουσείο άρχισε σταδιακά να εντάσσεται στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων. Οι εκπαιδευτικοί, με τη σειρά τους, θα πρέπει να μελετήσουν πρωταρχικά το υλικό που προσφέρεται διαδικτυακά (κατάλογος έργων του μουσείου, 3 ιστότοποι με πληροφορίες για το μουσείο και τον ιδρυτή του, ένα κανάλι στο you tube) και η ξενάγηση των μαθητών θα πρέπει να εγκαταλείψει τον αντικειμενοκεντρικό της προσανατολισμό και να προσφέρει ένα πλήθος πτυχών, όπως ιστορικών, οικονομικών, τεχνολογικών, αισθητικής. Οι μεμονωμένοι περιπατητές έχουν την ευκαιρία με το κινητό τους να απολαύσουν μια μικρή για κάθε έργο πληροφόρηση, τόσο των υπαίθριων γλυπτών όσο και των έργων εντός του μουσείου, από τον ίδιο τον δημιουργό του μουσείου.

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα μουσεία οφείλουν να αναβαθμίζουν τη σχέση των πολιτών με την εποχή τους και την πραγματικότητά τους και κυρίως να αναβαθμίζουν τη σχέση μας με τη συνείδησή μας. Μέσω της αναβάθμισης των τεχνικών μέσων και τη χρήση των νέων τεχνολογιών, την αξιοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, το μουσείο εγγράφεται διαρκώς, εκτός από τα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων, στις πολιτισμικές δραστηριότητες της περιοχής στην οποία ανήκει. Η ζωή του μουσείου ενθαρρύνει πρωτίστως την καινοτομία και την άρση των παλαιών νοοτροπιών.

Το κοινό έρχεται όχι πια μόνο να ενημερωθεί, αλλά να επικοινωνήσει, να ψυχαγωγηθεί, να ευαισθητοποιηθεί, να ανακαλύψει και να προβληματιστεί. Στο πλαίσιο αυτό, ενεργοποιήθηκαν τοπικοί πολιτιστικοί φορείς, οι Φίλοι του Μουσείου, εθελοντές και χορηγοί, αλλά και η συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης. Δεν λησμονούμε ότι το μουσείο θα πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται καθώς η ζωή περιθωριοποιεί πολύ σκληρά όποιον δεν συμμετέχει σε αυτή την διαδικασία ανανέωσης.

Σκοπός του μουσείου και του προτύπου της πολιτισμικής διαχείρισης που υιοθετούμε, με την αναβάθμιση της δημόσιας εικόνας του, είναι η άσκηση μιας πολυδιάστασης εκπαιδευτικής πολιτικής, στην οποία συμπεριλαμβάνονται το ζήτημα της οικολογικής συνείδησης αλλά και αυτό της ενεργειακής χρήσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών ενέργειας. Το μουσείο λειτουργεί στην περίπτωσή μας υπέρ της αναβάθμισης της δημόσιας εικόνας μιας απομονωμένης και τουριστικά υποβαθμισμένης περιοχής. Δημιουργεί σε επίπεδο τοπικού ένα νέο πολιτισμικό κεφάλαιο αναφοράς, που δεν καταγράφει μόνο τα πολιτισμικά δεδομένα της περιφέρειας, αλλά που κοινοποιεί στο κοινό του με πλείστες αφορμές την πολυσυνθετότητα του τοπικού και την κατασκευή μιας νέου τύπου συνείδησης. Προσφέρει στο κοινό του τη δυνατότητα να αναστοχαστεί την πολιτισμική παράδοση του τόπου, την ιστορική μνήμη, αναμοχλεύει και συντηρεί βιώματα του παρελθόντος. Καλλιεργώντας παράλληλα τον οικολογικό στοχασμό αναδεικνύει την ανάγκη της διεύρυνσης της ήπιας μορφής ενέργειας, υποστηρίζει ενεργά τη σπουδαιότητα της ανακύκλωσης και της προστασίας του περιβάλλοντος.














































Στο μικρό κείμενο που σας εστάλη αναφερόμουν στη βασική διπολική συνθήκη που δομεί το δυτικού τύπου ανθρώπινο υποκείμενο στον 21ο αιώνα με καταβολές πίσω στον πρώιμο χριστιανικό ασκητισμό –το ένα άκρο του διπόλου – και στην ατομικιστική ναρκισσιστική υπερβολή του καπιταλισμού – το άλλο άκρο του διπόλου. Ανάμεσα σε αυτόν το διχασμό που εκπροσωπείται φρονώ θαυμάσια με τα έργα Χίλιες γούνες (2003) και Νάρκισσος (2017), τα οποία παραπέμπουν αντίστοιχα στη λειτουργία του αυτοκαταναγκασμού και του αυστηρού ελέγχου των ψυχορμήτων με την απάμβλυνση του θυμικού, από τη μια, και στην παγκοσμιοποιημένη συνθήκη της ναρκισσιστικής υπερβολής, από την άλλη, η καλλιτεχνική δημιουργία της Μάρως Μιχαλακάκου θέτει ενώπιόν μας και έναν τρίτο χώρο, αυτόν που η ίδια αποκαλύπτει με το έργο της Ανάμεσα (2017). Ποιός είναι όμως αυτός ο ενδιάμεσος και υπερβολικά διευρυμένος, πολυδιάστατος και περίπλοκος χώρος που πραγματεύεται η καλλιτεχνική δημιουργία της Μάρως Μιχαλακάκου; Ποια είναι η ενδιάμεση ζώνη; Το έργο ωστόσο Ανάμεσα δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο να καταλάβουμε εάν το κενό διευρύνεται ή αντίθετα γεφυρώνεται.
Ας έρθουμε στον ενδιάμεσο χώρο.
Εδώ στον ενδιάμεσο χώρο θα μπορούσαν να τεθούν μια σειρά από παράλληλα ερωτήματα. Πώς μπορεί κανείς να ανακαλύψει νέες δομές σκέψης; Συνιστά το πρότυπο της επιστημονικής ορθολογικότητας ένα ιδανικό πλαίσιο αναφοράς για να εκφραστεί η νέα υποκειμενικότητα; Ποια η συνεισφορά του προτύπου της καλλιτεχνικής δημιουργίας και πως δρα πάνω στο φαντασιακό της κοινωνίας; Ο μύθος ή ο λόγος αποδεικνύονται οι καλύτεροι σύμμαχοι στο μεγάλο άλμα στο μετανεωτερικό κενό;

Η νομαδική πρακτική των σύγχρονων συνθηκών ζωής, απέναντι στην αίσθηση του ριζώματος του παραδοσιακού τρόπου ζωής, υπηρετεί ακριβώς μια λειτουργία διαδικασιών και μεταβολών πλήρως απεξαρτημένη από σταθερά σημεία. Η προσδεσιμότητα στο παρελθόν και στις αξιωματικές αρχές του δόγματος έχει πλέον αντικατασταθεί από την πυκνότητα, τη συνθετότητα και την ταχύτητα των μεταβολών. Σήμερα όλα υπόκεινται σε μια διαδικασία μεταβάσεων και μεταβολών, σε μια διαβατότητα, όχι ασφαλώς προς έναν ουράνιο προορισμό, όπως των προνωτερικών κοινωνιών, αλλά προς τη δημιουργία συνδεσιμότητων μεταξύ ασύνδετων κυρίως συνθηκών και καταστάσεων. Πρόκειται για έναν νομαδισμό που λειτουργεί στον ενδιάμεσο χώρο.  Ποιά είναι τα συγκροτητικά στοιχεία του ενδιάμεσου χώρου;

η διάδοση των διαφορών
Ας δούμε τρία βασικά. Οι αναδυόμενες υποκειμενικότητες στον μετα-αποικιοκρατικό ορίζοντα μετατόπισαν σταδιακά την ευρωκεντρική αντίληψη για τον κόσμο και ανέδειξαν διάφορες μορφές φονταμενταλισμού και εθνικισμού με τη δημιουργία πανίσχυρων εικόνων απειλητικών άλλων που έρχονται από εξωγενή περιβάλλοντα. Η τεχνολογική επανάσταση με τις ασύλληπτες ταχύτητές της κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να εξασφαλιστεί πρόσβαση και συμμετοχή σε μια δημοκρατία που απειλείται από την κυριαρχία της πληροφορίας. Πάνω απ’ όλα όμως η οικολογική καταστροφή προειδοποιεί για ένα πιθανό τέλος στην κυριαρχία του ανθρώπου λόγω της υποτίμησης της φύσης.

Ειδικότερα, οι μετανεωτερικές κοινωνίες αποδείχθηκαν πολύ πιο εύκαμπτες και προσαρμοστικές απέναντι στη διάδοση των διαφορών απ’ ότι οι κλασικές. Αυτές οι διαφορές μετασχηματίστηκαν και κατασκεύασαν έναν αγοραίο, καταναλωτικό και εμπορικό άλλο. Οι νέες πολυκεντρικές σχέσεις εξουσίας κατέληξαν στη διαχείριση πλουραλιστικών διαφορών και στο μετασχηματισμό της ύπαρξης, του πολιτισμού και του λόγου για τον άλλο μέσα από την πρακτική της κατανάλωσης. Ταυτοχρόνως, στην ύστερη μετα-νεωτερικότητα ο προχωρημένος καπιταλισμός λειτουργεί ως ο μεγάλος νομάς και ως ο οργανωτής της κινητικότητας των κωδικοποιημένων προϊόντων. Ύψιστος στόχος είναι η σημασία της ελεύθερης διακίνησης των αγαθών ανεξάρτητα από τον τόπο παραγωγής τους με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Παγκόσμιος καπιταλισμός προσανατολισμένος στο κέρδος που καταπίνει τα πάντα.

Η παγκόσμια οικονομία έχει ασφαλώς αντίκτυπο στο τοπικό με την ενίσχυση των διαφορών ως προς την κατανάλωση των αγαθών. Μαζί με τη στρατικοποίηση του τεχνολογικού χώρου, την παγκοσμιοποίηση της πορνογραφίας και της πορνείας με την εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, σε ένα σκληρό εμπόριο της ανθρώπινης ζωής συμπορεύεται και ένα σύστημα ολοένα και αυξανόμενης επιτήρησης και υπερελέγχου που ελέγχεται από συγκεκριμένα κέντρα καθιστάμενο όλο και πιο επικίνδυνο και αποτελεσματικό.

Επιπροσθέτως, το κοινωνικό φαντασιακό της ύστερης δυτικής μετανεωτερικότητας συνδέεται και με τους τερατώδεις και ζωώδεις άλλους. Θα το αποκαλούσαμε καταχρηστικά μετανεωτερικό γοτθικό στοιχείο. Ήδη από τη δεκαετία του 60 ενισχύθηκε και εξελίχθηκε μια νεανική κουλτούρα η οποία ενείχε μια ισχυρή ειρωνική και παροδική σχέση με το φρικιαστικό. Μια από τις πηγές αυτής της μεγάλης δημοσιότητας είναι το γεγονός ότι αυτή η δομική αμφισημία οδηγεί στην κατασκευή πολυμεσικών εφαρμογών. Φρικιά, ανδρόγυνα, ερμαφρόδιτοι, ναρκωτικά, μυστικισμός, σατανισμός, δολοφονίες και κανιβαλισμός κατακλύζουν το χώρο και αποκτούν μια ισχυρή ερωτογόνα διάσταση.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης το σύγχρονο χαρακτηριστικό για τις οριακές μορφές σεξουαλικότητας μέσω της δημιουργίας ενός μετα-ανθρώπινου τεχνο-τερατολογικού φαινομένου που ενισχύει την παρέκκλιση σε σχέση με τις πιο συμβατικές εκδοχές του ανθρώπου. Αυτές οι μορφές του μετα-νεωτερικού γοτθικού εκφράζουν την απελευθερωτική δυναμική της μετανεωτερικής κατάστασης καθώς επανεγγράφουν στην κοινωνική αντζέντα νέες μορφές συγκίνησης, εκφραστικότητας, πειραματισμών και υπερβολών με ιδιαίτερη έμφαση στις υβριδικές ταυτότητες και στα διαφυλετικά σώματα.

Το τερατώδες, εκφράζει τις κοινωνικές, πολιτισμικές και συμβολικές αλλαγές που επισυμβαίνουν γύρω από το φαινόμενο του τεχνο-πολιτισμού. Είναι η οπτική διάσταση της σύγχρονης τεχνολογίας που προσδιορίζει την επεκτατική δυναμική της εξουσίας. Με την συνεχώς αυξανόμενη ηλεκτρονική εξέλιξη καθίσταται φανερό ότι η αποσωματοποιημένη ματιά αποτελεί μια σύνδεση με τους δυνητικούς χώρους με τους οποίους συνυπάρχουμε σε ολοένα και αυξανόμενους βαθμούς εγγύτητας. Η έμφαση στην εξουσία της οπτικοποίησης ενθαρρύνει τη θεωρητική σκευή της μηδενιστικής μετανεωτερικής αισθητικής, να περιορισθεί ο ενσώματος εαυτός σε μια απλή επιφάνεια αναπαράστασης και να εκπυρσοκροτήσει ένα είδος ευφορικού εορτασμού των δυνητικών ενσωματώσεων. Ένα βασικό στοιχείο της τερατότητας είναι το στοιχείο της υβριδικότητας, δηλαδή η θόλωση των κατηγορικών διακρίσεων ή των συγκροτητικών συνόρων και ορίων. Κυρίαρχο ανάμεσά τους είναι η διάκριση μεταξύ ειδών, όπως το ανθρώπινο, το ζωώδες, το οργανικά έτερο, το τεχνολογικό. Η τεχνολογία βρίσκεται αναπόφευκτα στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας να συνδέει τέρατα, έντομα και μηχανές σε μια ισχυρή μετα-ανθρώπινη προσέγγιση και σε αυτό που ονομάζουμε σταθερά σώμα. Η τεχνολογία δεν είναι απλά η έκφραση της επιθυμίας για τεχνική και εξαπάτηση, αλλά προσφέρει ένα περιβάλλον πόθου, περιέργειας και συναισθηματικής εμπλοκής. Αυτός ο τεχνοφιλικός ανθρωπομορφισμός έχει δύο επιπτώσεις: την ερωτικοποίηση του τεχνολογικού άλλου ως σεξουαλικού αναπληρώματος και την οιδιποδοποίηση της διάδρασης ανθρώπου-μηχανής.

Είναι ο πολιτισμός μας ιστορικά καταδικασμένος στην ενατένιση της εξόντωσής του; Η επιστημονική φαντασία ταυτίζεται με τη φαντασία της καταστροφής και με την αισθητική της αποδόμησης προσφέροντας την απόλαυση του πόνου και της καταστροφής σε ένα πολύ απλοϊκό και έντονα ηθικό πλαίσιο. Τα άγχη της κατάρρευσης οδήγησαν σε αμφιβόλου περιεχομένου σύμβολα, στην ανάγκη να συμβολοποιηθεί η υψηλή πνευματική και παιδευτική αξία της παράδοσης και η μετατόπισή της από παιδευτική αξία σε πολιτική επιλογή σωτηρίας με εθνοτικές και άλλες ρατσιστικού τύπου διαστάσεις.

Η εξουσία σήμερα από τη μεριά της καθίσταται ένα ζήτημα επιλογής και ελέγχου, επικεντρώνεται στο σώμα και στις φαντασιακές υποσχέσεις, αλλά και στις φοβερές απειλές. Αυτό ενεργοποιεί ένα σύστημα ολοκληρωμένης επιτήρησης, με την  κατασκευή δυνητικών εχθρών παντού. Στην πολιτική έτσι ανατέθηκε η διαχείριση του φόβου. Τα επικοινωνιακά μέσα αναμεταδίδουν και παράγουν αυτόν τον φόβο και την επίθεση πανικού με την ζωντανή κάλυψη της προηγούμενης καταστροφής πριν επισυμβεί η επόμενη. Πρόκειται για μια πολιτική οικονομία του τρόμου, η οποία συμβαδίζει με τις αντιλήψεις του πολιτιστικού νομαδισμού.

Κι ενώ ο σύγχρονος πολιτισμός επικεντρώνεται τόσο πολύ στα δικαιώματα της ζωής, συνεχίζει να παραμελεί τον πολιτισμό του θανάτου που λαμβάνει χώρα με τους πυρηνικούς εξοπλισμούς, τα τοξικά και ραδιενεργά κατάλοιπα και την κρίση του περιβάλλοντος. Για άλλη μια φορά ο επίπλαστος και ασταθής βίος κυριαρχεί πάνω στη ζωή στον πολιτικό λόγο. Η επιστήμη και η τεχνολογία έπαψαν να είναι οι κινητήριοι μηχανισμοί ενός απελεύθερου μέλλοντος και κινητοποιούν μια νέα πολιτική οικονομία του τρόμου για το ατύχημα ή την ενδεχόμενη καταστροφή. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που λαμβάνει χώρα, εις γνώση ή άγνοια των παικτών του, είναι μια νέα εθνολογία των αμοιβαίων εξαρτήσεων.

Το ανθρώπινο σώμα, από τη μεριά του, αναδύεται σε συστήματα πρόσληψης και επεξεργασίας της πληροφορίας. Το σημαντικό για τα μετα-ανθρώπινα σώματα δεν είναι ότι κατέχουν ένα ενδιάμεσο ανάμεσα στον άνθρωπο και τις μηχανές, δηλαδή μια πυκνή υλικότητα, αλλά ότι τα μετα-ανθρώπινα σώματα είναι εντυπωσιακά γεννητικά, στο βαθμό ότι πεισματικά και αδυσώπητα αναπαράγουν εαυτούς. Αντιπροσωπεύουν ένα ολόκληρο σύστημα από πιθανές εναλλακτικές μορφολογίες και άλλα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά συστήματα μέσα σε κοινωνίες όπου οι σεξουαλικές ταυτότητες και οι οργανικές λειτουργίες είναι σε κατάσταση διαρκούς μεταβολής. Επίσης, το μετα-ανθρωπινό σώμα δεν είναι απλά συμμέτοχο σε μια διαδικασία, αλλά εμπλέκεται σε τεχνολογικά εξαρτημένες κοινωνικά σχέσεις. Έχει υποστεί μια μεταμόρφωση και τοποθετείται τώρα στους χώρους, στο ενδιάμεσο των παραδοσιακών διχοτομιών, συμπεριλαμβανομένης της δυαδικής αντίθεσης σώματος-μηχανής. Είναι ιστορικά, επιστημονικά και πολιτισμικά αδύνατον να διακρίνουμε σώματα από τις τεχνολογικά διαμεσολαβημένες προεκτάσεις τους. Τα σώματα εξελίχθηκαν σε τεχνο-πολιτισμικές κατασκευές που αναδύθηκαν σε δίκτυα περίπλοκων, ταυτόχρονων και δυνητικά συγκρουόμενων σχέσεων εξουσίας. Το σώμα εμπλέκεται σε ένα σύνολο τεχνολογικά διαμεσολαβημένων πρακτικών προσθετικής εκτατότητας. Τα τεχνοσώματα των ύστερων βιομηχανικών κοινωνιών θα πρέπει να κατανοηθούν στο φως του υπερβολικά περίπλοκου όγκου πληροφορίας που η σύγχρονη κοινωνία τους προσφέρει. Σήμερα το σώμα είναι σαν ένας αισθητήρας, ένας ολοκληρωμένος τόπος δικτύων πληροφορίας. Είναι επίσης ένας φορέας μηνυμάτων που κουβαλά χιλιάδες συστήματα επικοινωνίας.

Το πιο σταθερό στον σύγχρονο κόσμο είναι η αλλαγή, αλλά αυτό δεν είναι ούτε απλό ούτε μη γραμμικό. Υφίσταται με ταυτόχρονες αλλαγές και αντιθετικά χαρακτηριστικά. Το ανθρώπινο υποκείμενο εντάσσεται σε παγκόσμιες σχέσεις οικειότητας, περιπλοκότητας, εγγύτητας με δυνάμεις από το ανθρώπινο μέχρι το μετα-ανθρώπινο: επιστημονικές, βιομηχανικές, και στρατιωτικά περίπλοκες, με παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας, με διαδικασίες εμπορευματοποίησης και ανταλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα. Η πολιτική οικονομία ενός τέτοιου κόσμου σε αλλαγή είναι η διαχείριση της αβεβαιότητας και των φόβων που προκαλούνται από τη διαρκή κατάσταση των αλλαγών. Μια μόνιμη κατάσταση κρίσης είναι διαρκώς παρούσα σε ό,τι αφορά στο σύστημά μας. Κρίση της ανθρώπινης ζωής, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανθρώπινης αναπαραγωγής, οι μετα-νεωτερικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν την απειλή της γενικής κατηγορίας του ανθρώπου.
 



-------------------------------



2ο Συμμετοχικό εργαστήριο 11/2/2017
Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

Το 2ο Συμμετοχικό εργαστήριο του In Nova Museum έλαβε χώρα στην αίθουσα εκθέσεων και εκδηλώσεων  του Αρχαιολογικού  Μουσείου Ιωαννίνων με συμμετοχή περίπου 40 ατόμων.
Κατά το πρώτο μέρος της συνάντησης,  ο Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Δρ. Κωνσταντίνος Σουέρεφ, καλωσόρισε τους συμμετέχοντες και εστίασε στη σημασία της διατροφής ως  πολιτισμικής πρακτικής στους αρχαίους πολιτισμούς. Η αρχιτέκτων Ελένη Παγκρατίου παρουσίασε σε γενικές γραμμές το έργο. Ο ομότιμος καθηγητής και γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης υπογράμμισε τη σημασία της  διατροφής στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην ανάγκη των αρχέτυπων για την παρούσα ζωή μας και τέλος ο επίκουρος καθηγητής Χρήστος Μεράντζας έδωσε έμφαση στον χαρακτήρα των μελλοντικών εργαστηρίων και των δράσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο του έργου. Ιδιαίτερα εστίασε στα βασικά στοιχεία που σχετίζονται με την προσέλκυση του κοινού στο Μουσείο Παπαγιάννη και στη σημασία των πολιτιστικών δραστηριοτήτων του έργου που αφορούν την περιφερειακή ανάπτυξη.
Στο δεύτερο μέρος της συζήτησης κατά την οποία υπήρξε ένας λεπτομερής και παραγωγικός διάλογος μεταξύ των συμμετεχόντων, καθορίστηκαν οι δράσεις και οι δραστηριότητες που αφορούν στην Τέχνη και τη Διατροφή, που θα υλοποιηθούν κατά τα μελλοντικά εργαστήρια που προβλέπει το έργο. Προγραμματίστηκαν, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, οι εκδηλώσεις που θα προταθούν στο κοινό κατά τη διάρκεια του έργου:
1.      Πρώτη εκδήλωση, την Κυριακή 26 Μαρτίου 2017 με αφηγήσεις και παραμύθια από τη Μαρία Μαχαίρα για παιδιά και ενήλικες, καθώς και δημιουργική συμμετοχή παιδιών 5 έως 12 ετών και γονέων από τη Βίκυ Μήτση και την Ωρέλια Στήκα.
Η εκδήλωση θα γίνει στους χώρους του Μουσείου Παπαγιάννη.
2.      Η δεύτερη εκδήλωση, την Κυριακή 6 Μαΐου 2017, θα έχει θέμα την ωμοφαγία, θα απευθύνεται σε ενήλικες και θα περιλαμβάνει αφήγηση από τη Μαρία Μαχαίρα και δοκιμή εδεσμάτων από τη Λέσχη Γαστρονομίας Ηπείρου.

3.      Το Σάββατο 20 Μαΐου 2017 θα πραγματοποιηθεί η εκδήλωση «Δείπνο στα λευκά», στον κήπο του Μουσείου Παπαγιάννη, και με παράλληλες δράσεις (εργαστήρι μαριονέτας από τον Σωκράτη Παππά, συναυλία με φλάουτο από το Δημοτικό Ωδείο Ιωαννίνων, θέατρο σκιών από τον Άθω Δανέλη)


4.      Την εβδομάδα 6 έως 12 Ιουνίου 2017 συμφωνήθηκε να λάβει χώρα η εκδήλωση για την παραγωγή καλλιτεχνικού ψωμιού, καθώς και έκθεση με έργα μελών της Πανεπιστημιακής κοινότητας του Τμήματος Πλαστικών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Αναπληρωτή καθηγητή δρος Ζήκου Δέδου και Επίκουρου καθηγητή δρος Στέφανου Τσιόδουλου.

5.      Το συμπόσιο γλυπτικής θα λάβει χώρα από 20/8 έως 20/9 2017. Κατά τη διάρκειά του θα δοθεί παράσταση δραματοποιημένων μύθων από τη θερινή ομάδα «Βορείως» στις 09/09.

6.      Περί τα μέσα  Οκτωβρίου 2017 θα οργανωθεί μία σειρά δράσεων: έκθεση φωτογραφίας με θέμα τη διατροφή, από τη Δημιουργική Λέσχη Ιωαννίνων, έκθεση βιβλίου για τη διατροφή στην κεντρική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και θεατρική παράσταση βασισμένη σε ιστορίες για το ψωμί, από τους μαθητές του Αρσακείου Σχολείου Ιωαννίνων.

7.      Τέλος, τον Νοέμβριο, θα διοργανωθεί καλλιτεχνική έκθεση φωτογραφίας από τον Βαγγέλη Γιωτόπουλο με θέμα τις δράσεις και τις εκδηλώσεις του έργου In Nova Museum.










1Ο ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΓΥΡΟΤΕΧΝΙΑΣ  18.12.2016

Το πρώτο συμμετοχικό εργαστήριο έλαβε χώρα στο Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Ιωάννινα, στις 18/12/2016 και ώρα 11:00. Το εργαστήριο ανακοινώθηκε με προσωπικές προσκλήσεις, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και κοινωνικά δίκτυα. Επίσης, στάλθηκε Δελτίο Τύπου στα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Στο εργαστήριο συμμετείχαν 36 άτομα. Οι διαχειριστές του έργου Χρήστος Μεράντζας και Ελένη Παγκρατίου πληροφόρησαν τους συμμετέχοντες για το γενικό σχέδιο και για τις δράσεις του έργου αναλυτικά. Ο ομότιμος καθηγητής και γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης, πληροφόρησε επίσης για τις προηγούμενες δραστηριότητες του Μουσείου. Η συζήτηση συντονίστηκε  από τη διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου του Κιλκίς Ελένη Κοτζαμποπούλου μαζί με τα μέλη του πάνελ και προέκυψε ένα καθαρό μήνυμα ως προς την αναγκαιότητα προσέλκυσης και καλλιέργειας νέου κοινού, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά κυρίως για να δοθεί αξία και έννοια στην ποιότητα ζωής. Ο Δήμαρχος Βορείων Τζουμέρκων Γιάννης Σεντελές και η Πρόεδρος του Μουσείου «Παπαγιάννη» Θάλεια Τσώνη, εξέφρασαν τη θετική στάση απέναντι στο έργο και στη συμβολή του για την πολιτιστική προώθηση της περιοχής.
Όλοι οι συμμετέχοντες αναγνώρισαν ότι η παρουσία του Μουσείου συνεισφέρει στην προώθηση της αειφόρου και ποιοτικής ανάπτυξης και ότι υλοποιεί τις απαραίτητες παρεμβάσεις για την υποστήριξη της περιφερειακής οικονομικής άνθησης. Το «Μουσείο Παπαγιάννη» χρησιμεύει ως πρότυπο διότι αποτελεί το θεμέλιο για την ανάπτυξη του πολιτισμού στην περιφέρεια, καθώς και ένα μοναδικό παράδειγμα, πολιτιστικής αποκέντρωσης σε χρόνους κρίσης. Η Ελένη Κοτζαμποπούλου εξήγησε την ανάγκη νέων πρακτικών για την προσέλκυση κοινού που να βασίζεται στη συμμετοχή και στην ενεργοποίηση του κοινού. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης επέμεινε στην ανάγκη εμπλοκής στο πρόγραμμα των φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στην έρευνα και τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες του Μουσείου, στο μέτρο που αυτές τους αφορούν. Ανακοίνωσε, επίσης, ότι σε συνεργασία με τον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων, πριν από το καλοκαιρινό Συμπόσιο Γλυπτικής, θα λάβει χώρα ένα δεύτερο συμπόσιο στην έδρα του Δήμου με θέμα την τοπική γαστρονομική παράδοση.
Οι συντονιστές του έργου πρότειναν στους συμμετέχοντες μια σειρά έργων τέχνης του Μουσείου που έχουν σχέση με τη διατροφή. Επέλεξαν 5 έργα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στις δράσεις του προγράμματος:
1.      Το ψωμί, 2. Το αυγό στη φωλιά του πουλιού, 3. Οι καρποί, 4. Το ψάρι  και 5. Κρεμασμένα τομάρια ζώων
Η επιλογή  βασίστηκε στη δυναμική του συμβολισμού τους και τη διαχρονική πολιτισμική τους αξία. Για παράδειγμα, το αυγό αναφέρεται όχι  μόνο στην κοινή μας προέλευση, αλλά και στη δημιουργία του κόσμου. Τα δώδεκα τομάρια των ζώων αποτελούν αναφορά όχι μόνο στην  κατανάλωση κρέατος, αλλά έχουν και μια ισχυρή οικολογική σημασία ως προς την προστασία της φύσης. Το ψωμί έχει πανανθρώπινη έννοια και το καρύδι εκπροσωπεί τη διανόηση, ενώ το ψάρι έχει ειδική σημασία στη χριστιανική παράδοση.
Καθώς τα επιλεγμένα έργα αντιπροσωπεύουν το δίπολο ωμό/οπτό ή φύση/πολιτισμός, προφορική παράδοση/γραπτή παράδοση, αποφασίστηκε ότι μία από τις μελλοντικές δράσεις του έργου σε τοπικό επίπεδο θα αφορά στην παρουσίαση της σχέσης ωμού/οπτού στην πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Αποφασίστηκε, επίσης, να παρουσιαστούν στο χώρο του Μουσείου Παπαγιάννη, παραμύθια και ιστορίες από την ελληνική παράδοση, που συνδέονται με τη διατροφή.
Οι συμμετέχοντες εξήραν τη σημασία των νέων τεχνολογιών και των κοινωνικών δικτύων για την προσέλκυση κοινού. Τέλος, αποφασίστηκε να ετοιμαστεί από τον Χρήστο Μεράντζα και Ελένη Κοτζαμποπούλου, ένα ερωτηματολόγιο που θα μοιράζεται στους επισκέπτες του Μουσείου ώστε για μία περίοδο 9 μηνών να αξιολογηθούν οι ανάγκες του μουσείου.
Τέλος, εμφανίστηκε η Λέσχη Γαστρονομίας Ηπείρου με πρόταση να συμμετάσχει στις μελλοντικές δράσεις του έργου.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε στις 12:39 με ένα κοκτέιλ όπου σερβιρίστηκαν αναψυκτικά και τοπικό κρασί. 

Βλ. αναλυτικά:











































Οι Εταίροι
Ευρωπαϊκό Κέντρο Τουρισμού, Πολιτισμού και Θεάματος

Επικεφαλής εταίρος είναι το Centro Europeo per il Turismo, lo Spettacolo e la Cultura-CET (Ιταλία). Το μεγάλο πλεονέκτημα του CET στηρίζεται στην ικανότητά του να αναδεικνύει την αξία της πολιτισμικής κληρονομιάς και να τονώνει την ανάπτυξη του πολιτισμού μέσω εκδηλώσεων που ενισχύουν την αξία των ιστορικών μνημείων και υποστηρίζουν την προσέλκυση κοινού. Η μακρόχρονη εμπειρία του προσωπικού του CET έχει εξασφαλίσει μια σειρά από επιτυχείς πρωτοβουλίες, χάρη στη συνεργασία με ιστορικούς τέχνης με ικανότητα κινητοποίησης ενός ευρέως φάσματος κοινού με φιλόδοξα πολιτιστικά εγχειρήματα, σε συνεργασίες με θεσμικούς φορείς όπως η Γενική Διεύθυνση και οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Πολιτιστικών υποθέσεων, στην ικανότητα επιλογής χώρων σε ιστορικές τοποθεσίες και σε μια επιτυχή ενημερωτική εκστρατεία.
Πύργος του Skoklosters
O πύργος Skoklosters είναι μουσείο από την εποχή του Μπαρόκ, όταν η Σουηδία αποτελούσε την μεγάλη δύναμη του  Βορρά, με καλοδιατηρημένο και πανέμορφο περιβάλλον και με οικοδόμηση από το  1600 και εντεύθεν. Το κάστρο Skoklosters  είναι κρατικό μουσείο από το 1967 όταν αγοράστηκε από τους ιδιοκτήτες του. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ιδιωτικό κάστρο που χτίστηκε ποτέ στη Σουηδία. Το μουσείο είναι ανοιχτό καθημερινά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και τα σαββατοκύριακα την άνοιξη και το φθινόπωρο
www. skoklostersslott.se/en       
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης»
Η πολιτιστική στρατηγική του Μουσείο «Θεόδωρος Παπαγιάννης», έχει εννέα στόχους: 1. Αειφορία για την πολιτιστική κληρονομιά. 2. Ανάπτυξη της πολιτιστικής δημιουργίας και παραγωγής προκειμένου να μειωθεί η απόσταση του Μουσείου από την τοπική κοινότητα 3. Ανάπτυξη  της προσέλκυσης του κοινού με καθορισμό της ταυτότητάς του. 4. Ανάπτυξη του εκπαιδευτικού χαρακτήρα με απελευθέρωση της  δημιουργικής ενέργειας. 5. Βελτίωση της πολιτιστικής πολιτικής της περιοχής μέσω της σύνδεσης με τους κατοίκους. 6.  Διεθνής καλλιτεχνική προβολή προκειμένου να γίνει το Μουσείο ελκυστικό σε διεθνές κοινό. 7. Ισχυρή  ώθηση της τοπικής οικονομίας μέσω του πολιτισμού. 8. Προώθηση καινοτόμων προσεγγίσεων της πολιτιστικής κληρονομιάς και των παραδοσιακών μορφών τέχνης. 9. Προώθηση του μουσείου ως κυρίαρχου κέντρου δημιουργίας και πολιτιστικού τουρισμού με έμφαση στη δημιουργικότητα των κατοίκων.

Το Πανεπιστήμιο της Lusofona
Το Πανεπιστήμιο της Lusofona συμμετέχει στο έργο μαζί με το Κέντρο για την έρευνα στην εφαρμοσμένη επικοινωνία, πολιτισμό και νέες τεχνολογίες (CICANT) της Σχολής Επικοινωνίας Αρχιτεκτονικών Τεχνών και Τεχνολογιών Πληροφορίας
(ECATI).

To CICANT προωθεί την θεωρητική και εφαρμοσμένη  έρευνα  σε όλα τα πεδία που το αφορούν, επικεντρωμένα στα αντικείμενα της μεταφοράς και ανταλλαγής με


Tirana Ekspres  (Τίρανα Εξπρές)
To Tirana Ekspres είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός που δημιούργησαν καλλιτέχνες, ακτιβιστές, περιβαντολλόγοι, διαμορφωτές πολιτικής, υπεύθυνοι κοινωνικών επιχειρήσεων και ερευνητές των οποίων σκοπός είναι η ενίσχυση της πολιτισμικής και καλλιτεχνικής αντίληψης και έκφρασης στα Τίρανα και στην ευρύτερη περιοχή. Στοχεύουν σε ισχυρή συνεργασία με την τοπική κοινότητα και στη χρήση της καλλιτεχνικής δυναμικής μέσω της δημιουργίας και οργάνωσης εμπνευσμένων εκδηλώσεων, δικτύων καλλιτεχνών και μακροπρόθεσμων έργων.

Συνεργαζόμενοι εταίροι:
Ανάκτορο Chigi της Ariccia (Ρώμη, Ιταλία)

Μουσείο Bordalo Pinheiro (Λισσαβώνα, Πορτογαλία)

Αρχαιολογικό Μουσείο του Κιλκίς (Κιλκίς, Ελλάδα)
Εθνικό Μουσείο Γεωργίου Καστριώτη, Σκεντέρμπεη/Εθνογραφικό Μουσείο (Κρούγια. Αλβανία)
Αρχαιολογικό Μουσείο Δυρραχίου (Δυρράχιο, Αλβανία)
Επισκοπικό Μουσείο του Αλμπάνο (Αλμπάνο του Λάτσιο, Ιταλία)
Πύργος Skanelaholms (Σουηδία)


------------------------------------------------------------------------------------------
Ένα καινοτόμο παράδειγμα ολιστικής διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς στην ελληνική περιφέρεια: Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» στο Ελληνικό Ιωαννίνων.



Στην ορεινή Ελλάδα και ειδικότερα στην Ήπειρο υιοθετήθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες ένα πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης απομακρυσμένο από τις συνθήκες πρόσληψης της πολιτισμικής κληρονομιάς που να προαγάγουν τις κοινωνικές συνέργειες, την ενεργή δράση απέναντι στα περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και την πολιτική εμπλοκή με κριτήρια υπευθυνότητας, με αποτέλεσμα η τουριστική ανάπτυξη και η πολιτισμική διαχείριση να μην συνάπτουν σχέσεις ουσίας με το τοπικό. Η συγκεκριμένη, ευκαιριακή, μορφή ανάπτυξης λειτούργησε επί μακρόν στη βάση της συνθήκης της κατανάλωσης, ώστε τα αστικά κέντρα, χάριν αναψυχής, να μετατοπίζουν τα «εύπορα πλεονάσματά τους», αλλά και να κατασκευάζουν συμβολικά κεφάλαια συσσώρευσης εμπειριών των νεόπλουτων αστών προς τον ορεινό χώρο. Συναρθρώθηκαν, έτσι, μια σειρά από ολιγοήμερες μετατοπίσεις στα βουνά που λειτουργούσαν ως υποκατάστατα της προγενέστερης πληθυσμιακής απομείωσής τους.
Επιχειρούμε εδώ να αναστοχαστούμε τη σχέση φυσικού χώρου και πολιτισμικού τοπίου, υπό την έννοια ότι ο χώρος προσλαμβάνει την ουσία του διά του τόπου, προτείνοντας τη διαχειριστική πολιτιστική πρακτική όπως αυτή συναρθρώνεται με αφορμή το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» στο Ελληνικό Ιωαννίνων (Δήμος Βορείων Τζουμέρκων).
Οι μικροί τόποι βίωναν στο προβιομηχανικό περιβάλλον έναν συνεχή χρόνο, ο οποίος και θεμελίωνε τη στενή σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Θεμέλιο της ιστορίας των τόπων και των τοπικών προβιομηχανικών κοινωνιών ήταν η συνέχεια του χρόνου, τόσο στην παραγωγή των αγαθών όσο και τη φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής. Η σύγχρονη σκέψη, αντίθετα, εγκαθίδρυσε έναν νέο τρόπο ανάγνωσης του τόπου που στηρίχθηκε στις μεγάλες ασυνέχειες, όπως ακριβώς και οι προσπάθειες που έλαβαν χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες για την τουριστική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Θεμέλιο της ιστορίας των πραγμάτων που επισυνέβησαν τα τελευταία χρόνια ήταν η πολυδιάσπαση των δράσεων και η διασπορά των παρεμβάσεων, χωρίς καμία διασύνδεση μεταξύ τους. Το ενιαίο πολιτισμικό περιβάλλον των προβιομηχανικών τόπων να σκέφτονται συνάμα το τοπίο και το χρόνο ως διαδοχές στον κύκλο της φύσης και της ζωής βασιζόταν στις συνθήκες της καταγωγικής σχέσης με το παρελθόν και της διαρκούς επιστροφής, όπως ο κύκλος των εποχών, ο κύκλος των ετήσιων εορτών, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου, ο κύκλος των ανδρών που αναχωρούσαν και επέστρεφαν μετά από μεγάλα διαστήματα απουσίας για εργασίες έξω από τα όρια του χωριού τους, και πολύ συχνά σε μεγάλες αποστάσεις. Σε αυτή τη συνέχεια στην αντίληψη του χρόνου θα πρέπει να αναζητηθεί η ιδιάζουσα ιστορικότητα του ορεσίβιου προβιομηχανικού ανθρώπου και γύρω από αυτόν τον κύκλο χτίστηκε η συνείδηση της ιστορικότητας των μικρών τόπων. Κατά συνέπεια, κάθε νέα μορφή διαχείρισης του πολιτισμικού περιβάλλοντος και τουριστικής ανάπτυξης αντιλαμβάνεται τη σχέση με το τοπίο όχι ως μια αυθαίρετη παρέμβαση που διευρύνει την εκμετάλλευση του φυσικού από το ανθρώπινο στοιχείο, αλλά ως μια διαδικασία πολιτικής συνειδητότητας που συμπεριλαμβάνει από τη συντήρηση των παλαιών πεζοπορικών διαδρομών μέχρι την ερμηνεία του πολιτισμικού περιβάλλοντος, όπου ενοικούν, λ.χ., ταυτοχρόνως το υπερβατικό του θεού έως εκείνη η συνθήκη της ντοπιολαλιάς.
Το πολιτισμικό τοπίο με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις καθίσταται ένα τοπίο όπου πολλαπλασιάζεται η τεχνική ως υπόσταση και συνεπώς το τοπίο συμμετέχει στην οικουμενικοποίηση της τεχνικής. Καθίσταται παραδειγματικό στη σημειολογία των τεχνικών αλλαγών. Η ανάπτυξη των τεχνικών, από τη μια, κατασκευάζει εντός του τοπίου μια εκμηχάνιση της ζωής και, από την άλλη, μια περιθωριοποίηση της φυσικής υπόστασης του τοπίου χάριν της τεχνικοποίησης. Ό,τι προστίθεται (ή αλλιώς αφαιρείται από τη φύση λόγω της παρέμβασης) είναι το νέο, το καινοφανές, η άρση των καταναγκασμών της φύσης, ενώ ό,τι παραμένει στη φύση και τη ζωτικότητά της είναι η παράδοση, ο συνεχής και επαναλαμβανόμενος χρόνος των αναγεννήσεών της και των θανάτων της. Άρα, οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο πολιτισμικό τοπίο κατασκευάζουν ασυνέχειες και αφαιρούν διαρκώς από τη φύση τη φυσικαλιστική της υπόσταση. Εκμηχάνιση και περιθωριοποίηση της φύσης, μέσω της τεχνικής παρέμβασης, είναι οι δύο νέες συνθήκες που μας φανερώνει η γνώση για το πολιτισμικό τοπίο. Το τοπίο μας αποκαλύπτεται ως κατάτμηση επί της συνέχειας του φυσικού, ως άρση των καταναγκασμών της φύσης, ως οι μακροχρόνιες διαδικασίες εκμηχάνισης.
Ένα πολιτισμικό τοπίο δεν είναι μόνο αυτό που αποκαλύπτει. Αν δοκιμάσουμε να ελέγξουμε τα όρια αυτής της αποκάλυψης και αν κινηθούμε μόνο σε μια απλή φωτογραφική αποτύπωση των ορίων αυτών, τα τελευταία θα είναι, δυστυχώς, πολύ στενά και εξαιρετικά περιορισμένα, χωρίς εδώ να παραγνωρίζεται η ποικιλία των ανθρωπογενών δράσεων ή εκείνη της πανίδας και της χλωρίδας. Ωστόσο, η σπουδαιότητα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι πολλά από τα βασικά δομικά στοιχεία συγκρότησης του πολιτισμικού τοπίου αποκρύπτονται. Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα: ένα μεμονωμένο γεφύρι της προβιομηχανικής περιόδου γεφυρώνει, εκ πρώτης όψεως, έναν  ποταμό, κάνει εύκολο το πέρασμα και απομακρύνει τον κίνδυνο διάβασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που το νερό είναι άφθονο. Το γεφύρι, όμως, ταυτοχρόνως είναι και το δίκτυο των σχέσεων μεταξύ των χωριών, το δίκτυο των εμπορικών δρόμων και των επαφών, τα ταξίδια των εμπόρων και των ταξιδευτών, η διακίνηση των αγαθών και των ζώων, αλλά και οι θρύλοι για το στερέωμα που πιθανόν να απαιτούσε ανθρωποθυσία. Στην ουσία, ανήκει στα δεδομένα εκείνα που ως στοιχεία ανθρωπογενούς παρέμβασης καθορίζουν την ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον του, την απουσία της διακινδύνευσης, τη χαλιναγώγηση των στοιχείων της φύσης και την άρση των καταναγκασμών της. Ένα γεφύρι δεν είναι απλά, λοιπόν, η επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος, αλλά και η τεχνική αρτιότητα των μαστόρων του, η ιστορική ανάδυση των τεχνικών μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και η ίδια η ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν, να εμπορευτούν, να ξενιτευτούν για εύρεση εργασίας. Το γεφύρι είναι και το άδειασμα του εργατικού δυναμικού των ορεινών όγκων στις πεδινές περιοχές για εξεύρεση εργασίας.
Κατ’ουσίαν, ένα γεφύρι είναι η άρση ενός εμποδίου, αλλά και ένα σύνολο τεχνικών γνώσεων μεταβιβάσιμων εμπειρικά που κατάφεραν τελικά να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά απέναντι στο εμπόδιο του ποταμού. Αλλά και το τοπίο με την παρουσία του γεφυριού αρχίζει να συμμετέχει στην ιστορία των ανθρώπων. Αρχίζουν να εναποτίθενται σε αυτό οι αποφασιστικές πρόοδοι στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των τοπικών κοινωνιών, οι αλλαγές στην οικονομία των όμορων του γεφυριού περιοχών, οι δυνατότητες που προσφέρει στην ανάγνωση του πολιτισμικού τοπίου το πράγμα γεφύρι, αλλά που θα πρέπει όμως να το εκλάβουμε ως ένα όργανο ανοιχτό προς τις τρεις διαστάσεις ενός ευρύτερου χώρου. Το γεφύρι στην οργανικότητά του μπορεί να εμφανιστεί ως ένα σύνολο συνθηκών που καθιστούν ορατή την ιστορία των ανθρώπων. Εγγράφει την ιστορία των ανθρώπων στο πολιτισμικό τοπίο.
Μπορεί συνάμα να ησυχάζει σε αυτό η ακινησία των υλικών του, αλλά γύρω του αναπτύσσεται ένα πλέγμα συνθηκών και καταστάσεων που το μεταφέρουν, καθώς αυτό λειτουργεί ως συνθήκη μεταφοράς, σε διαφορετικούς τόπους. Το γεφύρι έτσι υπάρχει υπό τη διπλή έννοια: να τοπιογραφεί την ιστορία και να τοπιογραφείται το ίδιο εντός της ανθρώπινης συνείδησης. Υπάρχει ταυτόχρονα ως εκείνο που γεφυρώνει διαφορές και συγκοινωνεί αποστάσεις, αλλά και ως εκείνο που συμβάλλει στην προώθηση των μεταφορών, «ανοίγει» τους ανθρώπους στο χώρο, πέρα από τα κλειστά όρια της κοινότητάς τους. Καταλαβαίνουμε πόση είναι η συσσώρευση της ιστορίας, άπαξ και εγκαθιδρυθούν εντός του τοπίου οι ενδιάμεσοι σταθμοί, οι οποίοι δημιουργούν σχέσεις και καλλιεργούν δίκτυα. Όμοια, οι κατοικίες των ανθρώπων στο περιβάλλον των μικρών τόπων ή κοινοτήτων δεν είναι απλά για να στεγάσουν τα μέλη μιας οικογένειας, αλλά και το σύνολο των συγγενικών σχέσεων που θα αναπτυχθούν μεταξύ των οίκων αυτών.
Υπό την οπτική αυτή θα πρέπει να προσληφθεί και να μελετηθεί η μουσειακή συλλογή που φιλοξενεί το Μουσείο αλλά και ο εκθεσιακός χώρος των εξωτερικών γλυπτών που διασπά τη συμβατική αντίληψη του περιορισμού του στο κέλυφος ενός κτηρίου και εκτείνεται σε ένα μικρό ή μεγάλο τμήμα του ανθρωπογενούς τοπίου, εμπεριέχοντας και αναδεικνύοντας τις διάφορες παραμέτρους που το ταυτοποιούν.
Το παράδειγμά μας λειτουργεί ανασχετικά, εν είδει ενός μηχανισμού αντιστάθμισης, απέναντι σε οικονομικές δυσχέρειες δεκαετιών που σημάδεψαν τη ζωή της φτωχής σε οικονομικούς πόρους και προϊόντα Ηπειρωτικής ενδοχώρας. Επιτρέπει, ακριβώς, την υπέρβαση απέναντι στη βραδύτητα της οικονομικής ένδειας που καθόρισε για δεκαετίες τη ζωή των ανθρώπων στο Ελληνικό. Συμβάλλοντας στην υπέρβαση των στερήσεων και των καταναγκασμών του ορεινού περιβάλλοντος, όπου οι άνθρωποι ίσα που κέρδιζαν τα απαραίτητα για να ζήσουν, σε μια περιοχή που μαστιζόταν από τη μετανάστευση του πληθυσμού προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στα μεγάλα αστικά κέντρα εντός της χώρας, αλλά και εκτός συνόρων, μετατοπίζει τα ακίνητα όρια των δεδομένων συνθηκών ύπαρξης όπως τα συγκρατούσε για αιώνες η τοπική ιστορία. Επρόκειτο για μια ιστορία όπου οι άνθρωποί της βίωναν με τον πιο σκληρό τρόπο την εμπειρία της ανάγκης.
Κατ’ουσίαν, ο υπαίθριος χώρος των γλυπτών παρέχει αυτόματα πρόσβαση σε μια νέα νοηματοδότηση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι μια νέα μορφή συμβολικής πράξης που υποδηλώνει την πρόθεση και την επιθυμία του γλύπτη Καθηγητή Θεόδωρου Παπαγιάννη να ανασημανθεί ο χώρος και να λειτουργήσει δυναμικά σε μια συνέχεια, αυτήν που ορίζεται από τη διαδρομή Μουσείο-Μοναστήρι. Ουσιαστικά λοιπόν το ενδιάμεσο, ο ενδιάμεσος χώρος, που αποτελεί έναν πολύτιμο πολιτισμικό πόρο, είναι προσανατολισμένος προς την πρακτική λογική μιας συνέχειας μεταξύ δύο δομών διαφορετικών συμβολικών σχέσεων. Μουσείο και Μοναστήρι βρίσκονται σε δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις: το Μοναστήρι σε θέση υψηλή, σημαίνοντας τον περιβάλλοντα χώρο και όντας ορατό από απόσταση. Αντίθετα, το Μουσείο, σε χαμηλή θέση, εγγράφεται στον ευρύτερο χώρο, καθώς τα γλυπτά εξέρχονται του κλειστού δομημένου χώρου του και γίνονται υπαίθρια, καθορίζουν αισθητικά το χώρο και τον εξανθρωπίζουν. Σε σχέση με την αρχή και το τέλος της πεζοπορικής διαδρομής, σε ένα μεγάλο μέρος των έργων του Θεόδωρου Παπαγιάννη που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο αναπαράγεται, όπως προαναφέρθηκε, ο φυσικός και οικονομικός κύκλος της αγροτικής ζωής των ανθρώπων, ο αργόσυρτος αγροτικός χρόνος και ο χώρος με τους φυσικούς καταναγκασμούς, ενώ το Μοναστήρι αναπαράγει με τη σειρά του το χρόνο του Θεού, τον λειτουργικό κύκλο με το χριστιανικό αγιολόγιο, δηλαδή τον ετήσιο κύκλο με τις γιορτές των αγίων και των μαρτύρων που η κάθε μια αντιστοιχεί σε μια μέρα του χρόνου. Οι δύο αυτοί κύκλοι, φυσικός, από τη μια, και αγιολογικός-λειτουργικός, από την άλλη, διαπλέκονται και συμπίπτουν. Έτσι, ο κύκλος της ζωής ταυτίζεται με τον κύκλο των διαβατήριων τελετών που στον προβιομηχανικό κόσμο λάμβαναν χώρα εντός της εκκλησίας: βάπτιση, γάμος, κηδεία, μνημόσυνο. Μουσείο και Μοναστήρι στοιχειοθετούν λοιπόν στο χωριό Ελληνικό μια πολιτισμική γεωγραφία σε αλληλόδραση, σηματοδοτώντας μια δημιουργική διαδρομή στο πλαίσιο ενός αναβαθμισμένου σχεδιασμού πολιτισμικής ανάπτυξης στο περιβάλλον ενός μικρού τόπου.
Αν παρακολουθήσει κανείς τον προβιομηχανικό χώρο της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων θα διαπιστώσει τη στενή σχέση των ντόπιων πληθυσμών με την αγροτική οικονομία της γης και τις χαμηλές της αποδόσεις, που ίσα που εξασφάλιζαν τα στοιχειώδη αναγκαία, την ύπαρξη πληθυσμών εξαρτημένων από την κτηνοτροφική και γεωργική ύπαιθρο, την ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών δικτύων, την αλληλεξάρτηση των γεωργικών εργασιών με το χριστιανικό αγιολόγιο, την αραιοκατοίκηση του χώρου, και τις συχνές επιδημίες όπως τύφος, χολέρα και φυματίωση, την αξιοποίηση των υδάτινων πόρων για το άλεσμα των δημητριακών ή το πλύσιμο των ρούχων, τον στοιχειώδη εργαλειακό εξοπλισμό του αγροτικού σπιτιού, τη γενικότερη ανασφάλεια στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, έναν κόσμο εξαρτημένο αποκλειστικά στην επαναληπτική ανακύκληση των εποχών, το βραδύ ρυθμό του βίου, μια οικοτεχνία, όπως λόγου χάρη η υφαντική, που κάλυπτε κατά κανόνα τις οικιακές ανάγκες, αλλά και τη βίαιη αστικοποίηση με την παγίωση κυρίως της πρωτεύουσας και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων σε κύριους χώρους επιβολής προτύπων. Τα ορεινά χωριά των Τζουμέρκων, με τις φτωχές πολυμελείς οικογένειές τους και την πείνα που τους συνόδευε μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες, τροφοδοτούσαν μόνιμα με την κάθοδο των ανθρώπων τους τις γόνιμες πεδιάδες της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και τον Θεσσαλικό κάμπο, περιοχές οι οποίες πλεονεκτούσαν ως προς το επίπεδο της ζωής και την αφθονία των προϊόντων τους. Το βουνό έστελνε τον πεινασμένο υπερπληθυσμό του στα πεδινά, αυτό που η ανθρωπολογία θα αποκαλούσε περίσσευμα του ανθρώπινου φορτίου, δηλαδή άνδρες, παιδιά, τεχνίτες.
Τα εκθέματα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα της προσέγγισης του λαϊκού πολιτισμού, αλλά και ειδικότερα του υλικού πολιτισμού, καθώς στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος του δημιουργού του βρίσκονται οι ύλες, τα εργαλεία, η παραγωγή, η συσσωρευμένη πείρα, η διαδικασία της μεταποίησης και η ενέργεια που απαιτείται στην παραγωγική και τη μεταποιητική διαδικασία, η κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού για εύρεση εργασίας, αλλά και καταστάσεις όπως το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της ενδοχώρας με την κακή διατροφή, τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των εξαθλιωμένων αγροτών, την αυξημένη θνησιμότητα, τις μέχρι πρότινος προβληματικές δυνατότητες επικοινωνίας. Κάποιες από τις θεματικές του Μουσείου αφηγούνται τη μνήμη και την καθημερινότητα, τους βασικούς εκείνους σταθμούς που προσδιόριζαν την αντίληψη για τη ζωή: εργασία και ανθρώπινος μόχθος στα χωράφια, κτηνοτροφία, αγωνία για την εξασφάλιση της διατροφής, η σημασία του ψωμιού για την υλική, αλλά και συνάμα ψυχική ζωή των αγροτικών κοινοτήτων, η μαγειρική εστία με το τζάκι, η ξενιτιά προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας, η εκπαίδευση ως μέσο και διέξοδος για μια καλύτερη ζωή και την επίτευξη ενός ανώτερου στόχου.
Αν θα θέλαμε να διαγράψουμε ένα νοητό δρομολόγιο με το ψωμί ως άξονα αναφοράς που θα έχει ως αφετηρία το Μουσείο και τερματισμό το Μοναστήρι θα διαπιστώναμε πως η εκτενής αναφορά στο ψωμί εντός του Μουσείου με όλα τα στάδια του κύκλου της ζωής των σιτηρών (σίτος, αλώνισμα, άλεσμα, ζύμωμα και ψήσιμο), θα δούμε πως αυτή η εθνολογική αξία με επίκεντρο την οικονομία του ψωμιού καταλήγει από τη συμβολική εστία του Μουσείου στην αγία τράπεζα του Μοναστηριού. Το ψωμί αναδεικνύεται λοιπόν σε βασική τροφή αυτογνωσίας.
Το ψωμί δεν κυκλοφορεί μόνο εντός του οίκου, αλλά και στην αγία τράπεζα, παίζοντας βασικό ρόλο στη χριστιανική λατρεία, είτε ως άρτος σώμα Χριστού στη θεία κοινωνία, είτε ως πρόσφορο, το οποίο οι γυναίκες το σφραγίζουν με μικρές ξύλινες κυκλικές σφραγίδες, είτε ως σίτος (κόλλυβα). Ο άρτος δεν υποδηλώνει μόνο την κοινωνική ευημερία, αλλά και τις σχέσεις αλληλεγγύης, όπως αυτές συμπυκνώνονται στην παροιμιώδη έκφραση «φάγαμε ψωμί και αλάτι μαζί». Το ψωμί ήταν ιερό, γιατί ήταν η βάση της διατροφής των ανθρώπων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι ορκίζονταν στο ψωμί. Επίσης, απέφευγαν να πατήσουν τα τρίμματα που ήταν ριγμένα στο έδαφος. Άλλωστε, στον χριστιανικό κόσμο ο άρτος συμβολίζει τον Χριστό και το σώμα του.
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» υπηρετεί την καινοτομική πολιτιστική δραστηριότητα σε περιβάλλον περιφέρειας και συμβάλλει στην προώθηση, μέσω της προβολής των τοπικών πολιτιστικών αξιών, μιας αναπτυξιακής ιδέας με ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά και στην υλοποίηση αναγκαίων παρεμβάσεων και μεταβολών που πρέπει να λάβουν χώρα υπέρ της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, Μουσείο και Μοναστήρι της Τσούκας λειτουργούν σε αλληλόδραση ως εκείνα τα πολιτισμικά πρότυπα που συγκροτούν το οδηγητικό πολιτισμικό υπόβαθρο της περιφερειακής πολιτιστικής ανάπτυξης. Όπως το Μοναστήρι έτσι και το Μουσείο είναι οι δύο κατ’εξοχήν τόποι που λειτουργούν υπέρ της συντήρησης της μνήμης. Κοινό πολιτιστικό στοιχείο και των δύο είναι το ψωμί, που αφορά τόσο στον κοινωνικό βίο των ανθρώπων όσο και τη λατρεία. Οι δύο τόποι είναι το ηχηρό υποκατάστατο έναντι της χρόνιας δυσανεξίας προβολής ενός ευκαιριακού και λαϊκίστικου φολκλορισμού, μια ολική παιδευτική πρόταση αναστοχασμού του παρελθόντος και της μνήμης του θρησκευτικού και του λαϊκού πολιτισμού των τελευταίων αιώνων. Μουσείο και Μοναστήρι, αν αντιμετωπιστούν ολιστικά, χαράζουν το περιεχόμενο μιας πολιτιστικής πολιτικής και δράσης στο περιβάλλον των μικρών τόπων και υπηρετούν ως ενιαίο σύνολο την πολιτιστική αποκέντρωση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν την απαραίτητη υποδομή/παρακαταθήκη που αποσκοπεί στην ανανοηματοδότηση κοσμικού και θρησκευτικού στοιχείου. Και τούτο διότι το κάθε πολιτισμικό κεφάλαιο από τη μεριά του ανανοηματοδοτεί τη μοναδικότητα της τοπιογραφίας και της ίδιας της κοινότητας του Ελληνικού, απαραίτητης προϋπόθεσης της αναπτυξιακής βιωσιμότητας των μικρών τόπων.





Το Γραφείο Δημιουργική Ευρώπη Ελλάδας και ο Δήμος Ιωαννιτών, σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.), διοργανώνουν ημερίδα για το Πρόγραμμα «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ 2014-2020», την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016, 09:30 – 14:00, στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Δημήτρης Χατζής» στα Ιωάννινα.



 

Η ανάγνωση του ανθρωπολογικού πεδίου του τοπικού απαιτεί όχι ασφαλώς να κατασκευάσουμε μια αποκαθαρμένη οντολογία της παράδοσης, η οποία, ωστόσο, αξιοποιείται εμπορικά θαυμάσια κάθε φορά που επικαλούμαστε τον όρο «παραδοσιακό», αλλά να ξανασκεφτούμε με όρους συνειδητότητας το τοπικό –ως συνθήκη επανασύνδεσης της ζωής, της ανάπτυξης, των παρεμβάσεων με τα διαχειριστικά πρότυπα τοπικής ανάπτυξης–, ενταγμένο στην οικονομία του προβιομηχανικού ανθρώπου. Καλούμαστε λοιπόν να κατασκευάσουμε μια μορφή επανένταξης στο τοπικό με κριτήρια σεβασμού, κατ’αρχήν στο φυσικό περιβάλλον, στη λιγότερη σπατάλη των φυσικών πόρων, στην παραγωγή όλο και μικρότερου «θορύβου» στις αναπτυξιακές και τουριστικές παρεμβάσεις. Πρόκειται για μια προσπάθεια να ξαναρχίσουμε να σκεπτόμαστε το τοπικό και την οργάνωση ενός διαχειριστικού προτύπου της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπου θα συνδέονται όχι μόνο η εθνογραφία και η αρχαιολογία, αλλά και η οικολογία του πολιτισμικού τοπίου, οι μη οπτικοποιημένες πλευρές του, όπως για παράδειγμα οι ώρες και ο κόπος που αφιέρωνε κανείς στην εργασία στα χωράφια ή η λειτουργικότητα ενός αναλημματικού ξερολιθικού τοίχου. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι μη οπτικοποιήσιμες πτυχές του τοπίου συντηρούσαν για αιώνες και μια οντολογία παραδόσεων και θρύλων, από νεράιδες και ξωτικά μέχρι και επιβεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα (π.χ. το λιθάρι του Καραϊσκάκη, το σημείο όπου κήρυξε κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών του ο Κοσμάς ο Αιτωλός, κ.ο.κ.).


Ας πάρουμε ένα παράδειγμα των προεκτάσεων και των δικτύων που εξυφαίνονται με αφορμή ένα μεμονωμένο γεφύρι της προβιομηχανικής περιόδου. Το γεφύρι γεφυρώνει εκ πρώτης όψεως έναν  ποταμό, κάνει εύκολο το πέρασμα και απομακρύνει τον κίνδυνο διάβασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου το νερό είναι άφθονο. Το γεφύρι, όμως, ταυτόχρονα είναι και το δίκτυο των σχέσεων μεταξύ των χωριών, το δίκτυο των εμπορικών δρόμων και των επαφών, τα ταξίδια των εμπόρων και των ταξιδευτών, η διακίνηση των αγαθών και των ζώων, αλλά και οι θρύλοι για το στερέωμα που πιθανόν να απαιτούσε ανθρωποθυσία. Στην ουσία ανήκει στα δεδομένα εκείνα που ως στοιχεία ανθρωπογενούς παρέμβασης καθορίζουν την ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον του, την απουσία της διακινδύνευσης, τη χαλιναγώγηση των στοιχείων της φύσης και την άρση των καταναγκασμών της. Ένα γεφύρι δεν είναι απλά λοιπόν η επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος, αλλά και η τεχνική αρτιότητα των μαστόρων του, η ιστορική ανάδυση των τεχνικών μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και η ίδια η ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν, να εμπορευτούν, να ξενιτευτούν για εύρεση εργασίας. Το γεφύρι είναι και το άδειασμα του εργατικού δυναμικού των ορεινών όγκων στις πεδινές περιοχές για εξεύρεση εργασίας. Ένα γεφύρι, λοιπόν, είναι η άρση ενός εμποδίου, αλλά και ένα σύνολο τεχνικών γνώσεων μεταβιβάσιμων εμπειρικά που κατάφεραν τελικά να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά απέναντι στο εμπόδιο του ποταμού.


Με αυτές τις σκέψεις ως βασικό υπόβαθρο ανάγνωσης του πολιτισμού, ας έρθουμε τώρα στο πρόγραμμα InnovaMuseum στο πλαίσιο της Δημιουργικής Ευρώπης, στο οποίο και συμμετέχει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης “Θεόδωρος Παπαγιάννης”, με θέμα «Τέχνη και διατροφή». Οι στόχοι του προγράμματος βασίζονται στα ακόλουθα στοιχεία:





Να υποστηριχθεί η καλλιτεχνική δημιουργία με την πλατιά συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων και ειδικότερα της νέας γενιάς. Με σταθερή αναφορά στην πολιτισμική βιοποικιλλότητα του τοπικού και τη συνειδητοποίηση της δυναμικής της στόχος είναι να αναπτυχθεί, στο πλαίσιο της δράσης, ένα πλέγμα πολιτιστικών πρακτικών που θα στοχεύει στην αύξηση της κατανόησης του πολιτισμού μέσα από ένα πλήθος παρεμβάσεων, όπου και συμπεριλαμβάνονται διαλέξεις, συμπόσια, ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, παρασκευή φαγητού, δημιουργία έργων τέχνης, συμμετοχικά δείπνα, κ.ο.κ. Εμπλέκονται έτσι τοπικοί φορείς, καλλιτέχνες, όλες οι ηλικιακές ομάδες πληθυσμού, σχολεία και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, επιστήμονες, κ.ο.κ.



Τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου που θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο της δράσης του InnovaMuseum είναι συμβατά με την πολιτισμική στρατηγική του Μουσείου, το οποίο δίνει μια ισχυρή έμφαση, όπως ισχύει για τα θερινά συμπόσια γλυπτικής, στις τοπικές παραδόσεις, στην ανακύκλωση και τον σύγχρονο προβληματισμό για τη σχέση του τοπικού με το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Όλα τα συμπόσια γλυπτικής έχουν έναν σαφή καλλιτεχνικό προσανατολισμό, ώστε να υποστηρίζουν τη συνδεσιμότητα του Μουσείου με τη βυζαντινή/μετα-βυζαντινή μονή της Τσούκας, μέσα από μια ιερή διαδρομή που παραμένει σταθερά η ίδια για τους εννιά τελευταίους αιώνες.


Το Πρόγραμμα, όπως και το Μουσείο με τις δράσεις του, στοχεύουν στην εδραίωση και την ενίσχυση των πολύτιμων επαφών με τα σχολεία και τη νέα γενιά, ώστε να ενθαρρυνθεί η δημιουργική εμπλοκή στην παραγωγή του πολιτισμού. Η συμμετοχή του Μουσείου στο συγκεκριμένο Πρόγραμμα έχει επιπλέον στόχο να εμπλέξει μεγάλες ομάδες πληθυσμού σε μια σειρά από πολιτιστικές δραστηριότητες και δράσεις μέσα από τις μουσειακές συλλογές και τα υπαίθρια γλυπτά, με θέμα τη διατροφή και τις τοπικές διατροφικές συνήθειες, αλλά και γενικότερα τον κύκλο της διατροφής στην ορεινή ηπειρωτική ενδοχώρα. Ο ιδρυτής του Μουσείου Θεόδωρος Παπαγιάννης στηρίζει ενεργά τις πολιτιστικές δραστηριότητες με σκοπό να ενισχυθεί μια δυναμική πολιτιστική στρατηγική υπέρ της εμπλοκής του κοινού ως μέρος της ολοκληρωμένης ανάπτυξης της περιοχής. Αν σκεφτεί κανείς πως ήταν το Ελληνικό πριν τη δημιουργία του Μουσείου και πως η παρουσία του άλλαξε τη ζωή του τόπου, θα καταλάβει τις συνέπειες αυτής της διάδρασης και το πλήθος των δικτύων που δημιουργήθηκαν με την παρουσία του Μουσείου και των δραστηριοτήτων του. Οι πολιτιστικές δραστηριότητες του Μουσείου ενθαρρύνουν τη συμμετοχική εμπλοκή με ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτισμική κληρονομιά ως μοχλού συνειδητότητας και ανάπτυξης.


Το πλήθος των σχέσεων και των δικτύων που θα εξυφάνει η Δημιουργική Ευρώπη στο πλαίσο της υλοποίησης της δράσης «Μουσείο και διατροφή» δεν αφορά μόνο στην ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των εμπλεκόμενων εταίρων του προγράμματος, αλλά και στη δημιουργία μιας κοινής πλατφόρμας που θα μπορούσε μελλοντικά να βοηθήσει ποικιλότροπα την εξωστρέφεια του Μουσείου, πέρα από τα κλειστά όρια της τοπικότητας, αλλά σε μια πολιτισμική στρατηγική όπου:


1.      η ανάπτυξη της πολιτιστικής δραστηριότητας και δημιουργικότητας θα στοχεύει στην ελαχιστοποίηση της απόστασης του Μουσείου από την τοπική κοινωνία,


2.       Εμπλοκή του κοινού με σκοπό την καλλιέργεια μιας συνείδησης για την τέχνη και τον τοπικό πολιτισμό,


3.      Εκπαιδευτικός προσανατολισμός, ώστε να απελευθερωθεί η δημιουργικότητα και η δημιουργική ενέργεια των εμπλεκόμενων,


4.      Η βελτίωση της πολιτιστικής πολιτικής της περιοχής μέσα από τη σύνδεση και τις σχέσεις που θα αναπτυχθούμε μεταξύ των ανθρώπων,


5.      Διεθνής καλλιτεχνικός προσανατολισμός, ώστε το Μουσείο να ανοιχθεί σε ένα διεθνές κοινό και να ενταχθεί σε ένα ένα διεθνές δίκτυο πάρκων με υπαίθρια γλυπτά,


6.      Η εισαγωγή κανοτόμων προσεγγίσεων με συμμετοχικό τρόπο στην τοπική κληρονομιά.




Οι στόχοι του Προγράμματος που αφορά στη συμμετοχή του Μουσείου «Θ. Παπαγιάννης» έχουν δύο άξονες:


1. Η οργάνωση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος με θέμα την παρασκευή παραδοσιακού ψωμιού στο Μουσείο. Στη δράση εμπλέκονται ενεργά οι γυναίκες του χωριού.  Οι μαθητές σχολείων θα προσκληθούν να ετοιμάσουν το δικό τους ψωμί. Την ίδια στιγμή καλλιτέχνες θα δημιουργήσουν τα δικά τους διακοσμητικά ψωμιά, τα οποία και θα εμπλουτίσουν τις συλλογές του Μουσείου. Η δράση θα κινηματογραφηθεί και θα προβάλεται στην αίθουσα του ψωμιού ως ένα παράλληλο και πολύτιμο εκπαιδευτικό υλικό. Στόχος είναι η συμμετοχική ενθάρυσνη σε πειραματικές δημιουργικές δράσεις.


2. Η οργάνωση ενός συμποσίου γλυπτικές, ανοιχτού στο κοινό, όπου έλληνες και ξένοι δημιουργοί θα εμνευστούν από τη διατροφική αλυσίδα και τον κύκλο της τοπικής διατροφικής παράδοσης. Οι τοπικές κοινωνίες, σχολεία και επισκέπτες καλούνται να συμμετέχουν ενεργά και να παρακολουθήσουν το συμπόσιο. Οι δράσεις θα κινηματογαφθηθούν, τα έργα θα αποτελέσουν τη βάση έκδοσης ενός εικονογραφημένου καταλόγου, ώστε η δράση να διαχυθεί στο ευρύτερο κοινό.



Εν κατακλείδι: Η όλη στρατηγική της διαχείρισης στο πλαίσιο της Δημιουργικής Ευρώπης βασίζεται στην επικοινωνία, την εμπλοκή, σε δράσεις με εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Η στρατηγική πολιτική του Μουσείου έχει λοιπόν δύο πόλους: συνεργαζόμαστε, δικτυωνόμαστε και μαθαίνουμε μαζί, κοινό και δημιουργοί. Αυτή η καινοτόμα προσέγγιση της πολιτιστικής πολιτικής κινείται πέρα από το αξιοκεντρικό πρότυπο οργάνωσης ενός παραδοσιακού μουσείου. Θέτει σε προτεραιότητα τη συνεργασία, τη δικτύωση, την πολυπαραγοντική δραστηριότητα, και την κυκλοφορία του παραγόμενου πολιτιστικού προϊόντος. Επιθυμία είναι να δημιουργηθεί μια μακροπρόθεσμη επιρροή πολιτιστικής στρατηγικής με οικονομικό και πρώτιστα ευρύτατο κοινωνικό αντίκτυπο.

 

----------

 

Animart 2016 

Date: Friday 22 of July 2016
Venue: Delphi
Hour: 21:00
Free admission

DRAGONS IN A WORLD OF UNCERTAINTY:
Representations of Christian Cosmology from Byzantine and Post-byzantine Era.

http://animartgreece.eu/2016/en/activities/23/




Dragons in a World of Uncertainty: Cosmological Representations from Byzantine and Post-Byzantine Era

It is without a doubt that Christian spirituality offered human history some very valuable content which dictated that ancient cosmological themes from Greco-Roman tradition related to time and eternal transformation were to be converted into a set of standardized models of salvation. In turn, due to their apocalyptic features, these models would set out to define the teachings and behaviors that would allow the Christian believer to reach salvation. In reality, however, these ancient themes did not exclusively refer to the passage of time; instead, they concerned the worldly presence of the human body. Specifically, these themes were directed to the human being that ought to care about the fate of his body. In the pre-industrial world, life’s insecurities and sudden rifts inevitably caused the Christian subject to shift towards spiritual introspection. Representations pertaining to the concept of time therefore depict the self-restraint of human behavior and gradually, in the Byzantine, as well as later in the post-Byzantine era, numerous visual instructions would depict this self-restraint along with the widespread representations of Life (Bios).
In Christian worship the apocalyptic concept of time is perceived as a straight path. It is equally associated with the course of the world - that is from creation to redemption. However, this notion of linear time was in tune with the Greco-Roman and Old Testament view where, over the course of history, the reshaping and recycling of all living things contributes to the evolution of nature. As a result, the flow of natural time (e.g. days, months, seasons, years) would provide religious Christian life a conceptual dimension of lasting memory and a consciously active participation in church’s history, along with the daily devotional participation of the Christian believer in the redemptive nature of the church’s past.
In the religious mural representations of the post-Byzantine period, where numerous cosmological and anthropological elements are immersed and widely promoted, nature illustrates the extent of decay over time, in addition to the painful personalization of death, through the succession of seasons or through the mix of natural elements and nature’s other many wondrous ways. Here, Kairos serves as an allegorical example which clearly demonstrates the transmutation into a Christian environment filled with ancient perceptions of opportunity. But, now, these are of service to the Christian perceptions of salvation.
The artistic promotion of the Wheel of Time and Kairos (opportunity) in Byzantine and post-Byzantine art attempted to record the inexplicable passage of time for a person who felt his presence as temporary. It was also a tangible manifestation of continuous change and natural renewals seeing as the yearly rotations, and by analogy those of human life, and their respective divisions in months and seasons, or age, allowed for each change to become noticeable in this seasonal-like time frame. In the eyes of Christian believers, evolving organic matter is composed and decomposed daily, however eventually the space (cycle) that hosts the composition and decomposition of nature’s elements only emerges as a permanent entity, when the believer comes to recommend the anthropological place where the change took place.
In Byzantine culture, in addition to the fields of literature and art, the effect of time on tangible bodies consists of a qualitative and a temporal condition that is the bitterness of an ever changing Kairos and the shortness of time respectively. With regards to the symbolic substrate of tangible bodies, we need to pay special attention to the fact that since Greco-Roman antiquity, modern pleasures and the mortality of life coexist. The first Hippocratic aphorism “Life is short, art long, opportunity fleetingwas consistently repeated in Christian literary sources, and indeed with great frequency.
A series of late representations of Kairos and Bios in post-Byzantine art possess educational features. These representations show, in the most plausible way, the wide time span of figurative survival. The demonstration of instant gratification, which represents all individual cases of a new born who is in the process of development and implies in turn the mortality of life, is to be contrasted with this salvific nature of Christian eternal life.
In the post-Byzantine mural representations, the elderly and much desired Kairos  retains all his physical ancient traits; havings wings on his legs, he moves on oversized wheels. He has a loincloth around his waist and holds a sword in his right hand. However, there is a difference with the older model. He isn’t represented here with youthful features. His features are those of elders - probably a reminder of Renaissance and Baroque-style art. In post-Byzantine art the elderly Kairos is usually accompanied by the inscription of Posidippus of Pella, the epigrammatic poet (born around 300 BC) who is presented in a question/answer form between a passerby and Kairos, and decrypts the enigmatic figure of the latter. From the inscription, we learn that Kairos, which subdues everything, is constantly on the move. To express this movement he uses the verb “rotate” which indicates eternal movement. The elderly Kairos is inconceivable because with the wings on his legs he can fly like the wind, while he touches the ground with his limbs. In his right hand, he holds a razor sharp blade, a sign of his bitterness. His hair falls forward on his forehead. On the contrary, the back of the head is bald. So if someone, following an encounter with Kairos, is not able to catch him from the front, it is then impossible to win when overtaken. In accordance with the inscription, we learn that Kairos runs, flies and is sharper than any blade.
Thanks to the teaching spirit of the Renaissance and thus to a knowledgeable audience, in addition to the likely use of a certain classic literary or artistic source, a multitude of concentric wheels depicting the months of the year, zodiac signs, the seasons, winds and man’s age were revisited in the paintings of post-Byzantine art.   Such cosmological representations expressed the perpetual changes of life and time, as a deleterious and fragmented component. Microcosmic (homo) and macrocosmic themes (mundus, annus), just like in the representations of physical cosmology from the Western Middle Ages, were at the center of these cyclical and artistic anthropological and cosmological compositions. The circular and perpetual rotary transformation of the properties of the four elements, the temporal changes of the seasons and months of the year, the birth and the deterioration of the human body are revealed in these cosmological compositions of the post-Byzantine era. This is how the cosmic as well as the biological cycles merge into a shape. This also occurs in the Byzantine and post-Byzantine composition of Psalms 148-150, inhabited by different species of dragons, where the cycle of time (both natural and life cycles) merges with the linear time of salvation. These two cycles of time meet at a common point: the person of Christ Almighty, who occupies a central position and is surrounded by the twelve signs of the zodiac. Christ is the axis around which the miracle of creation and the drama of redemption take place. Within the sky’s transcendental and infinite nature along with the earth’s volatile nature, which is a symbolic declaration of the linear motion of time and the cyclical renewal of life on earth, is the salvific nature of the resurrection and of human redemption. Here, the figure of Christ, the ruler of the universe or Cosmic leader is at the center of the composition of Eternity (Aion). The representaion of Aion symbolizes the beginning and the end of the world, in other words the creation and the apocalyptic dimension of the Last Judgment.
The tradition of the “colour chart” representation of the cosmo-biological wheels, which are painted mainly on the western parts of post-Byzantine churches was established and codified in the second half of the 18th century by the monk Dionysius of Fourna (Evritania). The “clock-shaped” post-Byzantine compositions describe the turn of seasons where natural phenomena and those of human life are consistently repeated along with the irreversibility of biological processes, such as, for example, the mural representation of the cosmic wheel found in the Monastery of the Assumption of the Holy Virgin in Rentina (Agrafa, Karditsa). Life and nature are in an eternal state of transformation. Human life is divided into increasing and decreasing age groups of persons who ascend and descend around the Wheel of Life and eventually they sink into the deep mouth of a Dragon called Hades. In their ascent, these persons are anxious to reach the top. There, awaits a crowned personification of the World (Kosmos) or the Wealth of Glory, or the Life in Vain or even the Life of Futile Wealth. These are all concepts that have a common value within the minds of Christian painters. In some compositions the personification of the World is accompanied by these vaunting words: “Who exists like me?”. In its depictions, the World usually holds a cup in one hand, where its liquid content perhaps symbolizes the sweetness of life or the bitterest cup of death. On the other hand, the World is seen holding a sword, a reminder of the blade held by the elderly Kairos  and its trenchancy, or flowers, which refer to the illusion of time and the futility of human things. Upon their descent the persons of the wheel, which gradually get older, are seen resenting the painful and inevitable end. Of particularly instructive interest are the words that accompany, as inscribed, the person who is immersed in the mouth of the Dragon: “I wasn’t there nor was I seen”. The kinematic mechanism of the rotating Wheel of Time usually is activated by the personifications of Day and Night.
All cyclic cosmological representations that flood the narthex of post-Byzantine churches constantly pose questions to the human subject-believer regarding his place as a living being in the world. These representations set out the direction of the subject-believer’s possibilities to shape life, opening a fertile route toward the treaty of afterlife, in addition to a subjective uncertainty and insecurity. These iconographic paradigms serve a propagandist and educational role regarding the qualitative structure of how the relationship of the believer with the world is founded, which leads to the understanding that the objective nature of time is finite in relation to the infinity of time in the afterlife. In post-Byzantine iconography, the public and shared face of time incorporates in one’s daily awareness the notions of change (the three ecstasies of time in past, present and future) and decay (human skeleton). Human life is inevitably bound up with future uncertainty and indeterminacy. The Christian believer, with reference to the Last Judgment, should be alert to the event that is to come. So, the anticipation of this specific future event requires alertness and spiritual awakening and a life that constantly stands before death while maintaining a daily relationship, one where there is a possibility in every moment, which is a realization of the coming status of another life. Time therefore exists on the basis of the subject-believer’s temporality and as he who understands the notion of death.








































-------


  
μαγναύρα - κύκλος για τον ευρύτερο ελληνικό πολιτισμό 
 
Συνεδριακό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών 
Τετάρτη 18 Μαίου 2016

Το Xρονικό της Άλωσης της Πόλης (29 Μαΐου 1453)

http://magnavra.weebly.com/pirhoomicrongammarhoalphamumualpha-epsilonkappadeltaetalambdaomegasigmaepsilonomeganu-2015-16.html 

































































































 
 
------
RANDO POUR LA CULTURE

Séminaire technique et échange créatif

Mallorca 10-14 June 2015 






























 

 

Ομιλία στον κύκλο της "Μαγναύρας", Τετάρτη 22 Απριλίου 2015,

Διακίδειος Σχολή Λαού Πατρών


Η νοηματοδότηση του μαρτυρίου στον βυζαντινό και τον μεταβυζαντινό πολιτισμό

Προκειμένου να συλλάβουμε το μαρτύριο ως πάγια πολιτισμική πρακτική του βυζαντινού-μεταβυζαντινού κόσμου, θα πρέπει να κατανοήσουμε τον αρραγή δεσμό που συνέδεε στο Βυζάντιο το μάρτυρα και τον ασκητή αναφορικά με τον τρόπο που αυτοί βίωναν τον πόνο. Η βιοψυχική ενότητα που τελεσφόρησε μεταξύ μαρτύρων και ασκητών ήταν βαθιά θεμελιωμένη στην αντίληψη ότι η σωτηρία δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί παρά με όρους αντοχής στον πόνο και το βασανισμό. Αυτή η αποδοχή του πόνου προσέδιδε στο μαρτυρικό γεγονός μια πειστική αποδειξιμότητα και καθιστούσε το μαρτύριο μια μοναδική και αναντικατάστατη διαδικασία της αγιότητας. Το μαρτύριο με τα σώματα των εκπροσώπων του τροφοδότησε τελικά μια κοινή αξία σωτηρίας.
Στην ομιλία μας αναδεικνύουμε σημαντικό αριθμό βυζαντινών κειμένων τα οποία αποτυπώνουν: α. την εμπειρία του μαρτυρίου, αναφορικά με τον τρόπο που αυτό βιώνεται και υλοποιείται, β.τον εξορθολογισμό της αντοχής των μαρτύρων στον μαρτυρικό πόνο του βασανισμού, γ. την εξιδανίκευση του θανάτου ως επιθυμίας για πνευματική τελείωση. Με τη χρήση εικονογραφικών τεκμηρίων αναφερόμαστε, επίσης, εκτενώς στην επιρροή που είχαν στη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο οι αναπαραστάσεις εντός των εκκλησιών των μαρτυρικών γεγονότων των χριστιανών αγίων. Η  συμμετοχή του πιστού στις μαρτυρικές απεικονίσεις είχε στη συνείδηση του χριστιανού υποκειμένου μια εξ ορισμού δεσμευτική λειτουργία που ισοδυναμούσε με ενδυνάμωση της πίστης.
Στη νεωτερική σκέψη η αποφυγή του πόνου και η διατήρηση της σωματικής ακεραιότητας συνιστούν τη βάση συγκρότησης της φυσικής επιβίωσης του ατόμου. Αντίθετα, στο βυζαντινό-μεταβυζαντινό θρησκευτικό περιβάλλον η αμεσότητα και η εγγύτητα του φυσικού τραυματισμού και βασανισμού του μάρτυρα εγγυούνταν την ενδυνάμωση της χριστιανικής πίστης.

 

Διημερίδα για την Τουριστική Ανάπτυξη και Προβολή της Αιγιάλειας, 

Αίγιο, 16 & 17 Ιανουαρίου 2015

 

          RANDO POUR LA CULTURE         
                                               
                                (ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ)                      
Διακρατική Συνάντηση

Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, 16 και 17 Οκτωβρίου 2014
  




 -----------------------------------------------------

Ομιλία στον κύκλο της "Μαγναύρας", Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014,

Διακίδειος Σχολή Λαού Πατρών

Η Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης αφηγείται την ιστορία του Βυζαντίου: από την ίδρυση στην πτώση

Η Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης–η τρίτη κατά σειρά που κατασκευάζεται με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού αμέσως μετά την καταστολή της Στάσης του Νίκα το 532–είναι το οικοδόμημα του βυζαντινού πολιτισμού με τη μεγαλύτερη συμβολοποίηση. Σε άμεση γειτνίαση με τον Ιππόδρομο και το Αυτοκρατορικό Παλάτι αποτελεί, εκτός από έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέχρι το 1453, κόσμημα της βυζαντινής πρωτεύουσας, αλλά και ένα παρακινδυνευμένο και τολμηρό από στατική άποψη αρχιτεκτόνημα, οι αρχιτέκτονες του οποίου, Ανθέμιος και Ισίδωρος, εφαρμόζουν ριψοκίνδυνες τεχνικές, εμπνεόμενοι πιθανόν από παραδόσεις των Σασσανιδών της Περσίας, τις οποίες αναμειγνύουν με στοιχεία της υστερο-ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Προσφέρουν έτσι στον εισερχόμενο στην Αγία Σοφία, όταν αυτή εγκαινιάζεται στις 27 Δεκεμβρίου 537, μια αλληλοπεριχώρηση χωρικών σχημάτων σε μήκος και σε ύψος. Μια ρυθμική αναλογία των φωτιστικών ανοιγμάτων και των τοξοστοιχιών (των 3 των 5 και των 7) παρασύρει το μάτι σε ατέρμονη περιπλάνηση μέσα σε κόγχες και ο επισκέπτης μόνο εντός του κεντρικού κλίτους μπορεί να έχει μια κάποια αντίληψη της αλληλουχίας των χωρικών όγκων, χωρίς ουδέποτε ωστόσο από το κεντρικό κλίτος να έχει και μια συνολική θέα του οικοδομήματος. Έξω από τον κεντρικό πυρήνα ο χώρος καθίσταται απρόβλεπτα αινιγματικός. Καθώς οι εντυπώσεις εξουδετερώνονται με το φως, τον πλούτο των χρωμάτων και των υλικών, τις ορθομαρμαρώσεις, τον ψηφιδωτό διάκοσμο, τα γυάλινα πολύχρωμα διαφράγματα των φωτιστικών ανοιγμάτων, τους καμπύλους τοίχους και τις θολωτές επιφάνειες, όλα τα χωρικά σχήματα δηλώνονται και αμέσως αναιρούνται. Στόχος των αρχιτεκτόνων σε όλο το κτίσμα είναι να λειτουργεί ένα περίπλοκο σχέδιο θέσεων και άρσεων, όπως τονίζει και ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος στο έργο του Περί κτισμάτων: Το κτήριο αποτελεί τμήμα της πόλης, αλλά είναι και ανεξάρτητο, είναι επίμηκες αλλά και ιδιαίτερα πλατύ, είναι ογκώδες αλλά και συνάμα αρμονικό, το φως πλημμυρίζει το εσωτερικό από έξω αλλά ταυτόχρονα μοιάζει ότι προέρχεται εκ των έσω, η δομή είναι στέρεη αλλά παρέχει και μια αίσθηση αστάθειας, οι κίονες συμμετέχουν σ’έναν ομαδικό χορό ενώ οι πεσσοί υψώνονται ως βουνοκορφές, οι θόλοι δίνουν την εντύπωση ότι αιωρούνται ενώ ο κεντρικός τρούλος φαίνεται να κρέμεται από τον ουρανό.
Βασιζόμενοι στις γραπτές πηγές (Προκόπιος, Αγαθίας ο Σχολαστικός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως), στις πληροφορίες που μας παρέχει στο ίδιο το αρχιτεκτόνημα και στις εικονιστικές παραστάσεις των ψηφιδωτών που κοσμούν την Αγία Σοφία ανατρέχουμε τη βυζαντινή ιστορία, σε μια προσπάθεια να ζωντανέψουμε την παρουσία της, υπαρκτή και φανταστική, στην καθημερινότητα του βυζαντινού ανθρώπου, από την ίδρυση μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου.

http://magnavra.weebly.com/pirhoomicrongammarhoalphamumualpha-epsilonkappadeltaetalambdaomegasigmaepsilonomeganu-2014-15.html

educational use only of copyrighted material / υλικό αποκλειστικά για εκπαιδευτική χρήση









































































































































12/06/2014





24/03/2013





Jan. 2014/ Accompanying material for the external evaluation of the Department













------------
 Παλαιότερες ανακοινώσεις

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012 / ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012
Παρουσίαση βιβλίου / Book presentation:
Δευτέρα 2 Απριλίου, 8 μ.μ./ Πολιτιστικός Πολυχώρος Παλιά Σφαγεία
Χρήστος Δ. Μεράντζας, Ο αντεστραμμένος Διόνυσος, Εκδόσεις «Σμίλη», Αθήνα 2011.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο κ. Κώστας Σουέρεφ, Προϊστάμενος ΙΒ΄ Ε.Π.Κ.Α. και ο συγγραφέας.
Αφήγηση: Φραντζέσκα Ιωαννίδη, ηθοποιός
Μουσική επένδυση: Δημήτρης Καραγιώργος, μουσικοσυνθέτης
Προβολή διαφανειών: Οδυσσέας Τσιντσιράκος, μεταπτυχιακός φοιτητής

Βλ. σχετικά:
http://www.pkdi.gr/content/%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%B4-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%B1%CF%82-%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CF%8C%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%82


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ_ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012