OTTOMAN DECORATIVE MOTIFS


1.
Christos Merantzas – Ottoman Textiles Within an Ecclesiastical Context: Cultural Osmoses in Mainland Greece
in: https://www.gingko.org.uk/title/the-mercantile-effect/

Mercantile Effect cover copy


2.
Z΄ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΩΝ
ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ
Κομοτηνή, 20-23 Σεπτεμβρίου 2007
Τίτλος ανακοίνωσης:
Οθωμανικά θέματα και διακοσμητικά στοιχεία στη μεταβυζαντινή μνημειακή ζωγραφική της Ηπείρου κατά τον 16ο και τον 17ο αι

Ottoman decorative motifs in the post-Byzantine monumental painting of Epirus in the 16th and 17th century
The purpose of our communication is to present, gathered for the first time, the iconographic elements incorporated artistic forms and motifs rooted both in the Persian and Ottoman-Islamic artistic traditions that are reflected in the art of the so-called “School of NW Greece” in the region of Epirus during the 16th century. We claim that those iconographic elements not only broadened the circle of motifs, the style, but also the decoration of the “School”. The two dominant factors which determined the artistic activity of the “School” were first the spiritual reality of monasticism, which acted as a guarantor for the preservation of the Byzantine identity within the Ottoman conjuncture, and second the commercial activity, which emerged as a key economic factor for the distribution and the disposal of raw materials and manufacturing goods after the end of the 15th century. We gather here a great number of iconographic elements of the Ottoman-Islamic tradition, which were heterogeneous to post-byzantine art and were nevertheless assimilated in the pictorial environment of the latter in order to estimate their cultural assimilation and redefinition. These elements could be grouped into two types of iconographic subjects: the first type represented human figures whereas the second one abstract geometric and plant motifs.

Σκοπός μας στην παρούσα ανακοίνωση είναι να παρουσιάσουμε συγκεντρωμένα, με αφετηρία τη ζωγραφική τέχνη της επονομαζόμενης «Σχολής της ΒΔ Ελλάδας» στο χώρο της Ηπείρου κατά τον 16ο αι., εικονογραφικά δάνεια τα οποία ενσωματώθηκαν στην τέχνη της «Σχολής» και αντιπροσώπευαν μορφές και σχήματα με καταβολές τόσο στην Άπω Ανατολή, όσο και στην ισλαμοπερσική και την οθωμανική παράδοση. Τα στοιχεία αυτά διεύρυναν όχι μόνο τον κύκλο των θεμάτων της, την τεχνοτροπία της, αλλά και το διάκοσμό της. Καθοριστικοί παράγοντες στην καλλιτεχνική δραστηριότητα της επονομαζόμενης «Σχολής της ΒΔ Ελλάδος» υπήρξαν η πνευματική πραγματικότητα του μοναχισμού, εγγυητή της διατήρησης της βυζαντινής ταυτότητας μέσα στην οθωμανική συγκυρία, και το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων, το οποίο αναδείχθηκε σε καθοριστικό οικονομικό παράγοντα διακίνησης και διάθεσης πρώτων υλών και βιοτεχνικών αγαθών. Η καλλιτεχνική ταυτότητα της «Σχολής» δεν είναι δυνατό να αποσπαστεί από τις ευρύτερες ιδεολογικές και πνευματικές ζυμώσεις, όχι μόνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της Δυτικής Ευρώπης. Ας ανακεφαλαιώσουμε, με γνώμονα τον πολιτισμικό τους επαναπροσδιορισμό, τα ετερογενή ως προς τη μεταβυζαντινή τέχνη στοιχεία της οθωμανικής-ισλαμικής παράδοσης που αφομοιώθηκαν στο ζωγραφικό περιβάλλον της πρώτης. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε εικονογραφικά θέματα με συμμετοχή ανθρώπινων μορφών και σε ανεικονικά φυτικά και γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα.
Στα πρώτα ανήκουν:
Α1. το θέμα της βουδιστικής ή ινδουιστικής θεότητας, στον βόρειο εξωνάρθηκα της μονής Φιλανθρωπηνών, σε μια σκηνή με μαρτύρια αγίων από τον μήνα Μάρτιο, το οποίο αντλείται ίσως από κάποιο τουρκικό ή περσικό εικονογραφημένο χειρόγραφο.
Α2. το πλήθος των μικρών κεφαλιών με ανθρωπομορφικά ή ζωομορφικά χαρακτηριστικά που δημιουργούνται μέσα στα σύννεφα στις σκηνές της Δευτέρας Παρουσίας, στο νάρθηκα και στο καθολικό αντίστοιχα των μονών Αγίου Νικολάου Ντίλιου (1543) και Βαρλαάμ Μετεώρων (1548). Το θέμα εντάσσεται βέβαια σε μια γνωστή πρακτική στη βυζαντινή τέχνη του 14ου αι., [παράσταση Κοίμησης στην Περίβλεπτο του Μυστρά (1360-1370)], αλλά και νωρίτερα ακόμη στον 12ο και στον 13ο αι., αν κρίνουμε από τα όντα που γεμίζουν το χώρο στο εσωτερικό της κυκλικής δόξας του Χριστού, στην Ανάληψη στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Kurbinovo της Π.Γ.Δ.Μ. ή από τα ανθρώπινα κεφάλια στις απολήξεις των βράχων στον Ταξιάρχη της Κωστάνιανης Ιωαννίνων. Ωστόσο, καθοριστική στη διάδοση των φανταστικών αυτών στοιχείων με απώτερες καταβολές στην Άπω Ανατολή και την Κεντρική Ασία, που η καλλιτεχνική δημιουργικότητα και η αχαλίνωτη φαντασία ζωγράφων όπως ο Hieronymus Bosch, 1450-1516, ο Pieter Brueghel ο Πρεσβύτερος (1525/30-1569) και ο Matthias Grünewald (1460/70-1528) αναπαρήγαγε στην τέχνη της Εσπερίας, υπήρξε η συμβολή της ιρανοϊσλαμικής τέχνης.
Α3. τα θέματα των τριών περιπεπλεγμένων συνθέσεων, εν είδει μεταλλίων, με διακοσμητικό χαρακτήρα (συμπλέγματα τεσσάρων ανθρώπων, δώδεκα ζευγών αετών, έξι λαγών που κυνηγιούνται από ισάριθμους σκύλους), που ζωγραφίζει το 1548 στις βάσεις των δυτικών πεσσών του καθολικού της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων το συνεργείο του Κατελάνου. Τα συμπλέγματα αυτά, με ιδιαίτερο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον καθώς η θεματική τους συνδέεται με την εικονογράφηση της μεταβολής της ύλης και την έννοια του ανακυκλώσιμου χρόνου, αποτελούν μια πιο αφηγηματική διακοσμητική εκδοχή ανάλογων συνθέσεων που υπήρχαν στην Εσπερία ήδη από τον 13ο αι., αλλά και στη βυζαντινή τέχνη. Το σύμπλεγμα των τεσσάρων διαπλεκόμενων μορφών που συμβολίζει την ένωση και την αποσύνθεση των τεσσάρων συστατικών στοιχείων του κόσμου μέσα από τις ιδιότητές τους και το συσχετισμό της μεταβολής αυτής με τις εποχές του χρόνου, το συναντούμε στο φ. 160 του χαρτώου κώδικα 516 της Μαρκιανής βιβλιοθήκης του 14ου αι. Πηγή έμπνευσής του υπήρξε το Περί στοιχείων κεφάλαιο της Κοσμικής δηλώσεως του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως. Ωστόσο, τα θέματα αυτά, που μεταπήδησαν τόσο στη δυτική Ευρώπη όσο και στο Βυζάντιο μέσω του Ισλάμ, εντοπίζονται πολύ νωρίτερα στις βουδιστικές βραχογραφικές αναπαραστάσεις που καλύπτουν χρονικά μια περίοδο μεταξύ του 6ου και του 11ου αι. των ιερών σπηλαίων του Dunhuang, βόρεια του Θιβέτ, στο κινεζικό Τουρκεστάν.
Α4. Στην παράδοση των μυθικών διηγήσεων του ισλαμικού κόσμου ανήκει και το θέμα της χελώνας που κολυμπά σε λίμνη και μεταφέρει επάνω στο κέλυφός της έναν πίθηκο (Άγιος Νικόλαος Βίτσας Ιωαννίνων, Κοίμηση Θεοτόκου στον Ελαφότοπο Ιωαννίνων, μονή Πατέρων Ζίτσας Ιωαννίνων), που απαντά στην εικονογράφηση της ισλαμικής μυθικής διήγησης Humāyūnnāme, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη φήμη στον ισλαμικό κόσμο τον 16ο αι.
Α5. Σημαντική επίσης υπήρξε, στη διάδοση πολλών από τα τερατόμορφα φανταστικά είδη στη μεταβυζαντινή σύνθεση των Αίνων, η επίδραση της εικονογραφημένης κοσμογραφίας του λόγιου Άραβα Qazwīnī με τίτλο ‘Ajā’ib al-Makhlūqāt wa gharā’ib al-mawjūdāt (Τα Θαύματα της Δημιουργίας και τα αξιοπερίεργα υπάρχοντα πράγματα). Το έργο, ιδιαίτερα δημοφιλές από τον 13ο αι. και εξής, που συγκέντρωνε επιστημονικές και μυθικές πληροφορίες, εικονογραφήθηκε εκτενώς τον 16ο αι. και μεταφράσθηκε στα περσικά, τουρκικά και κινεζικά.
Α6. Η απόδοση επίσης του διαβόλου, όπως αυτός εικονίζεται μέσα σε σπήλαιο, στην Κοίμηση Πλαισίων (1664) Ιωαννίνων, στη σκηνή της Παραβολής του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, παρουσιάζει στενές εικονογραφικές ομοιότητες με το μυθικό και υπερφυσικό ον, τον δαίμονα Dîw της περσο-ισλαμικής παράδοσης, που τον συναντούμε σε απεικονίσεις περσικών εικονογραφημένων μυθικών αφηγήσεων, όπως στο Βιβλίο των Βασιλέων (Shâhnâma) του Πέρση ποιητή Firdawsî. Τέτοια εικονογραφημένα βιβλία είναι πιθανόν να κυκλοφορούσαν στο αστικό περιβάλλον της πόλης των Ιωαννίνων στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και να αποτελούσαν προσφιλή αναγνώσματα των λόγιων Οθωμανών αξιωματούχων.
Στα ανεικονικά διακοσμητικά τώρα θέματα συγκαταλέγονται:
Β1. τα ισλαμικά οξυκόρυφα και καμπυλόκυρτα τόξα που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά στοιχεία επίπλων και αρχιτεκτονημάτων, αλλά και ως πλαίσια που περικλείουν θρησκευτικά θέματα. Μέσα σε ισλαμικού τύπου καμπυλόκυρτα και οξυκόρυφα τόξα τοποθετούνται, η μία άνωθεν της άλλης, η δυτικού τύπου Ανάσταση του Χριστού και η Εις Άδου Κάθοδος στον βόρειο χορό της μονής Βουτσάς (1680) Ιωαννίνων. Αποτελέσματα των οσμώσεων και των επαφών με την οθωμανική τέχνη συνιστούν επίσης οι κουκουναρόσχημες διακοσμητικές απολήξεις στεγών, τυλιγμένες με παραπετάσματα ή αντικείμενα όπως η ημισέληνος και η λόγχη στην επίστεψη τρούλων (alem).
Β2. Στη ζωγραφική των μονών Φιλανθρωπηνών και Ντίλιου στο Νησί των Ιωαννίνων, όπου σώζεται μια μεγάλη ποικιλία ανεικονικών γεωμετρικών και φυτικών διακοσμητικών θεμάτων, έχουμε την τύχη να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη τεσσάρων τεχνοτροπικών φάσεων της κεραμικής Ιζνίκ, που συμπίπτουν με την εξουσία τεσσάρων σουλτάνων. Πρόκειται για αυτή που αντιστοιχεί στην τελευταία δεκαετία του Μωάμεθ του κατακτητή (1451-1481), για την περίοδο που αντιστοιχεί στη βασιλεία του Bayezid (1481-1512), για εκείνη του Selim Α΄ (1512-1520) και αυτή που αντιστοιχεί στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Suleyman (1520-1566). Μπορεί βέβαια στα δύο σύνολα να επιβιώνει στα μέσα περίπου του 16ου αι. μια διακοσμητική παράδοση που είχε ήδη εκλείψει στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Τα διακοσμητικά τους όμως θέματα μας παρέχουν μια γενική και αρκετά ικανοποιητική εικόνα της εξέλιξης της τεχνοτροπίας Rumi-Hatayi ανάμεσα στα έτη 1470 και 1520.
Οι παραλλαγές της τεχνοτροπίας Rumi-Hatayi που δημιουργήθηκαν από τον Baba Nakas για τον Μωάμεθ του κατακτητή (1451-1481) επιβίωσαν μέχρι το 1520, ενώ τα τελευταία παραδείγματα εκλείπουν στο κέντρο, σε αντίθεση με τις περιφέρεις, γύρω στο 1530. Ο όρος Rumi-Hatayi αναφέρεται στο συνδυασμό αραβουργημάτων με στοιχεία από την κινεζική διακοσμητική παράδοση. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ υπερέχουν τα στοιχεία Rumi, ενώ γύρω στα 1520 τα στοιχεία Hatayi επισκιάζουν τα στοιχεία Rumi. Σχηματοποιημένος φυτικός διάκοσμος με τα αραβουργήματα από σχηματοποιημένα φύλλα Rumi απαντά, για παράδειγμα, στη μονή Γενεσίου Θεοτόκου Πλάκας Ιωαννίνων, αλλά και στην Κοίμηση Ριζοβουνίου Πρέβεζας. Γύρω στο 1512, την εποχή του Selim Α΄ (1512-1520), κυριαρχούν τα μεγάλα θέματα σχηματοποιημένων λωτών και ροδάκων, ενώ γύρω στα 1520 δημιουργήθηκε η τεχνοτροπία tugrakes των βλαστόσπειρων που μοιάζουν με το αυτοκρατορικό μονόγραμμα, η οποία επιβιώνει μέχρι και το 1600. Γνώριμα επίσης θέματα της πρώιμης περιόδου της οθωμανικής τέχνης είναι το ζεύγος των αλληλοσυμπλεκόμενων φυλλοφόρων βλαστών που σχηματίζουν ωοειδή διάχωρα, το επαναλαμβανόμενο θέμα των τρίφυλλων με ευρύτατη διακοσμητική χρήση ή εκείνο των καρδιόσχημων βλαστών μέσα στους οποίους περικλείονται τρίφυλλα.
Β3. Στο πλαίσιο των ανοιγμάτων της μεταβυζαντινής τέχνης σε νεωτερικά μορφολογικά στοιχεία ανήκουν επίσης οι απεικονίσεις οθωμανικών ή ιταλικών με «οθωμανίζουσα» τεχνοτροπία μεταξωτών υφασμάτων, με τα οποία ντύνονται όχι μόνο οι άγιοί της, αλλά και κοσμούνται έπιπλα του ζωγραφικού της διακόσμου. Η αξιοποίηση των απεικονίσεών τους στη μεταβυζαντινή ζωγραφική των εκκλησιών της Βαλκανικής, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα ζωγραφικά σύνολα χρονολογούνται επακριβώς, βοηθά αρχικά να προσδιοριστεί ο χρόνος υιοθέτησής τους από τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και το γεωγραφικό εύρος της διάδοσής τους. Η κατηγοριοποίηση των διακοσμητικών θεμάτων δύναται έως ένα βαθμό να αποκαταστήσει την εξέλιξη των διακοσμητικών τάσεων και την πολιτιστική τους αναπαραγωγή. Η υιοθέτηση των μεταξωτών υφασμάτων από τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους αντανακλά επίσης την πολιτική αυτοαντίληψή τους στη βάση ενός πλαισίου κοινωνικής ιεράρχησης, καθώς τα πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα αποτελούσαν την έκφραση μιας κοινωνικής διάκρισης. Η απεικόνιση, τέλος, των μεταξωτών υφασμάτων σε χρονολογημένα μνημεία δύναται να λειτουργήσει επικουρικά στη χρονολόγηση των υπαρκτών σε μουσεία και συλλογές υφασμάτων και να συνδράμει τις έρευνες σχετικά με το χρονικό και γεωγραφικό εύρος της διάδοσης των τελευταίων στη Βαλκανική.
Αυστηρά δομημένα διακοσμητικά θέματα, με συνθέσεις αραβουργημάτων που παραπέμπουν στην τεχνοτροπία Rumi-Hatayi, κοσμούν τα ενδύματα των αγίων Αρτεμίου και Μηνά στον Άγιο Αθανάσιο Άνω Μπογδόριανης Ιωαννίνων, που η πρώτη φάση των τοιχογραφιών του στις οποίες ανήκουν τα παραδείγματά μας τοποθετείται χρονικά πιθανότατα στο α΄ μισό του16ου αι. Τα οκτάκτινα ή τετράκτινα άστρα από τα οποία προκύπτουν, σε σταυροειδή διάταξη, τέσσερα τρίφυλλα που γεμίζουν με ανθικά και φύλλα Rumi απαντούν στα πρώιμα οθωμανικά υφάσματα του 16ου αιώνα. Τα διακοσμητικά θέματα των αραβουργημάτων, προσφιλή θέματα των Τιμουριδών, που απηχούν τη «Διεθνή Τεχνοτροπία» της εποχής του Μωάμεθ Β΄ (1451-1481), είναι ιδιαίτερα αγαπητά στην Οθωμανική αυλή τόσο στον ύστερο 15ο όσο και στον πρώιμο 16ο αιώνα. Τα συναντούμε προγενέστερα, εκτός από τα μεταξωτά υφάσματα του πρώιμου 16ου αιώνα, σε κεραμικά των αρχών του 15ου αιώνα, αλλά και σε δερμάτινες σταχώσεις κορανίων του 14ου αιώνα.
Προϊόντα πιθανότατα της ιταλικής μεταξοϋφαντουργίας, που σε κάποιες περιπτώσεις προσαρμόζονται σε οθωμανικά πρότυπα, είναι τα ενδύματα των αγγέλων στην αγγελική λειτουργία και ο ποδήρης χιτώνας του αγίου Ιωάννη του εξ Ιωαννίνων στη ζωγραφική της πρώτης φάσης της μονής Φιλανθρωπηνών στο Νησί των Ιωαννίνων (1542). Ποικιλία διακοσμητικών θεμάτων, οθωμανικής και ιταλικής έμπνευσης, συναντώνται σε απεικονίσεις λειτουργικών και ιερατικών αμφίων, αλλά και σε ενδύματα αγίων στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα στη Βελτσίστα Ιωαννίνων (1568). Τα θέματα αποτελούνται στην πλειονότητά τους από μικρά ατρακτοειδή μετάλλια σε κλιμακωτή διάταξη σχηματιζόμενα από καμπυλόκυρτα οξυκόρυφα τόξα. Ο τύπος αυτός διακόσμου των ωοειδών μεταλλίων είναι ιδιαίτερα προσφιλής στα μέσα του 16ου αιώνα σε οθωμανικά μεταξωτά καμουχένια (μπροκάρ) υφάσματα.
Επίσης, στη Μονή Σέλτσου (1697), στα ορεινά του νομού Άρτας, εκτός από τις πάμπολλες παραλλαγές των ωοειδών πολύλοβων μεταλλίων με τον άνθινο διάκοσμο στα ιερατικά και λειτουργικά ενδύματα των ιερών μορφών, στο στιχάριο ενός αγγέλου από τη σκηνή της αγγελικής λειτουργίας συνδυάζονται ωοειδή μετάλλια σε κλιμακωτή διάταξη πάνω σε μονόχρωμο βάθος και το θέμα των τριών μικρών κύκλων σε τριγωνική διάταξη, βουδιστικής προέλευσης, γνωστό ως çintamani. Πρόκειται για ένα πολύ αγαπητό οθωμανικό θέμα που σε συνδυασμό με δύο μικρές κυματοειδείς ταινίες απαντά στο οθωμανικό διακοσμητικό λεξιλόγιο από τον πρώιμο 15ο έως και τον 18ο αιώνα, με μεγάλη κυρίως διάδοση στα μεταξωτά της Προύσας.
Τα προαναφερθέντα θέματα αποτελούν αρχικά έκφραση μιας νέας αισθητικής. Λειτουργούν κατόπιν συμπληρωματικά προς την ιστορική γνώση αναφορικά με τα μηνύματα που εμπεριέχουν σε επίπεδο διάδοσης των ζωγραφικών τάσεων και καθίστανται σημαντικά δεδομένα για την εξέλιξη της οθωμανικής τέχνης στις περιφέρεις της αυτοκρατορίας αλλά και για το βαθμό διείσδυσής της στην μεταβυζαντινή τέχνη. Καταδεικνύουν τις αλληλεπιδράσεις και τις επαφές και συνιστούν τεκμήρια της διαπερατότητας από ξένα δάνεια και της μορφολογικής υπόστασης μιας τέχνης που είχε επιτύχει να διατηρήσει τη συνοχή της για αιώνες. Τα μορφολογικά στοιχεία που άλλαξαν σταδιακά από τον 16ο αι. και εξής το χαρακτήρα της μεταβυζαντινής τέχνης εκφράζουν μια πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα και είναι συνυφασμένα με μια διαφορετική τύπου σχέση με τον κόσμο. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για μια αλλαγή τεχνικής φύσεως, αλλά για μια νέα στάση απέναντι στον κόσμο.

KOMOTHNH, Z΄ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΩΝ